προσκομίζω: Difference between revisions
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proskomizo | |Transliteration C=proskomizo | ||
|Beta Code=proskomi/zw | |Beta Code=proskomi/zw | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. προσκομιῶ <span class="bibl">Th.4.115</span>:— [[carry]] or [[convey]] to a place, πρὸς Σύβοτα <span class="bibl">Id.1.50</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.3.4</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oec.</span> 11.16</span>; <b class="b3">λίθους προσκομίζω</b>, for [[building]], <span class="bibl">D.55.20</span>; <b class="b3">προσκομίζω τὴν μηχανήν</b> [[bring up]] the engine to assault the wall, <span class="bibl">Th.4.115</span>; <b class="b3">τοῖς Ἀχαιοῖς προσκομίζω τὴν πόλιν</b> [[win]] it to their side, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>25</span>; [[bring as a gift]], τί τινι <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>1.31</span>:— Med., [[bring with one]], [[bring home]], <span class="bibl">Th.1.54</span>; [[procure]] necessaries, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.23</span>:—Pass., of ships, [[προσκομίζομαι]] = to [[be brought to]] a place, <span class="bibl">Th.1.51</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.1.19</span> ([[si vera lectio|s. v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ- | |elnltext=προσ-κομίζω act. met acc. brengen (naar), overbrengen (naar); met bep. van richting; ᾗ ᾤοντο μάλιστα αὐτοὺς προσκομιεῖν τὴν μηχανήν waarop zij (de vijand), dachten zij, hun werktuig vooral zouden richten Thuc. 4.115.2; προσκεκομικέναι αὐτόν... πρὸς τὸν Πακτωλὸν ποταμόν dat zij hem naar de rivier de Paktolos heeft gebracht Xen. Cyr. 7.3.4; pass..; διὰ τῶν νεκρῶν καὶ ναυαγίων προσκομισθεῖσαι dwars tussen de lijken en wrakstukken door gestuurd Thuc. 1.51.4; overdr. doen overgaan naar, met dat.: τοῖς Ἀχαιοῖς προσκομίσαι τὴν πόλιν de stad zich bij de Achaeërs laten aansluiten Plut. Arat. 25.1. med. met acc. met zich meedragen, bergen:; ναυάγια πλεῖστα καὶ νεκροὺς προσκομίσασθαι de meeste wrakstukken en lijken geborgen hebben Thuc. 1.54.2; abs. zich bevoorraden. Xen. Cyr. 6.1.23. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:36, 1 November 2022
English (LSJ)
fut. προσκομιῶ Th.4.115:— carry or convey to a place, πρὸς Σύβοτα Id.1.50, cf. X.Cyr.7.3.4, Oec. 11.16; λίθους προσκομίζω, for building, D.55.20; προσκομίζω τὴν μηχανήν bring up the engine to assault the wall, Th.4.115; τοῖς Ἀχαιοῖς προσκομίζω τὴν πόλιν win it to their side, Plu.Arat.25; bring as a gift, τί τινι Ael.VH1.31:— Med., bring with one, bring home, Th.1.54; procure necessaries, X.Cyr.6.1.23:—Pass., of ships, προσκομίζομαι = to be brought to a place, Th.1.51, cf. X.HG5.1.19 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 770] hinzuführen, -tragen, -bringen; τὸν νεκρὸν ἐνθεμένη εἰς τὴν ἁρμάμαξαν προσκεκομικέναι ἐνθάδε πη, Xen. Cyr. 7, 3, 4; καρπόν, Oec. 11, 16. – Med. für sich einführen; Cyr. 6, 1, 23; Thuc. 1, 54; Plut. u. a. Sp..
French (Bailly abrégé)
amener, apporter, transporter, acc.;
Moy. προσκομίζομαι amener ou transporter pour soi, acc. ; particul. importer chez soi.
Étymologie: πρός, κομίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κομίζω act. met acc. brengen (naar), overbrengen (naar); met bep. van richting; ᾗ ᾤοντο μάλιστα αὐτοὺς προσκομιεῖν τὴν μηχανήν waarop zij (de vijand), dachten zij, hun werktuig vooral zouden richten Thuc. 4.115.2; προσκεκομικέναι αὐτόν... πρὸς τὸν Πακτωλὸν ποταμόν dat zij hem naar de rivier de Paktolos heeft gebracht Xen. Cyr. 7.3.4; pass..; διὰ τῶν νεκρῶν καὶ ναυαγίων προσκομισθεῖσαι dwars tussen de lijken en wrakstukken door gestuurd Thuc. 1.51.4; overdr. doen overgaan naar, met dat.: τοῖς Ἀχαιοῖς προσκομίσαι τὴν πόλιν de stad zich bij de Achaeërs laten aansluiten Plut. Arat. 25.1. med. met acc. met zich meedragen, bergen:; ναυάγια πλεῖστα καὶ νεκροὺς προσκομίσασθαι de meeste wrakstukken en lijken geborgen hebben Thuc. 1.54.2; abs. zich bevoorraden. Xen. Cyr. 6.1.23.
Russian (Dvoretsky)
προσκομίζω:
1) привозить, подвозить, доставлять (λίθους Dem.): προσκομίζεσθαί τι Thuc., Xen. привозить что-л. с собой или для себя; διὰ χειρῶν προσεκομίσθη ταῖς θύραις Plut. (Антоний) был на руках доставлен к входу;
2) склонять, присоединять, приобщать (τὴν πόλιν τοῖς Ἀχαιοῖς Plut.): προσκομίζεσθαι κώπαις Xen. побуждать браться за весла.
Greek Monolingual
ΝΜΑ κομίζω
1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῖς Ἀχαιοῖς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.)
2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο δικαστήριο» β. «προσκομίζουσι πάντα τὸν σύνδεσμον τῶν ἐπιστολῶν», Ηρωδιαν.)
3. εκκλ. τελώ την προσκομιδή
αρχ.
1. φέρνω σε έναν τόπο, μεταφέρω («ἁμαξιαίους λίθους προσκομίσας ἀνοικοδομεῖ», Δημοσθ.)
2. φέρνω από το εξωτερικό, εισάγω
3. καταβάλλω, καταθέτω («προσκόμισαι τὰ καθήκοντα τέλη», πάπ.)
5. απευθύνω λόγο
6. προσφέρω
7. μέσ. προσκομίζομαι
φέρνω προς τον εαυτό μου ή φέρνω προς το σπίτι μου
8. παθ. (για πλοίο) μεταφέρομαι, οδηγούμαι σε έναν τόπο («αἱ εἴκοσι νῆες... προσκομισθεῖσαι κατέπλεον εἰς τὸ στρατόπεδον», Θουκ.).
Greek Monotonic
προσκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω ή κομίζω σε ένα μέρος, πρός τόπον, σε Θουκ., Ξεν.· προσκομίζω τὴν μηχανήν, φέρνω κοντά την πολεμική μηχανή για να προσβάλλω το τείχος, σε Θουκ. — Μέσ., φέρνω μαζί μου, φέρνω στο σπίτι μου, στο ίδ.· εισάγω, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για πλοία, οδηγούμαι σ' ένα μέρος, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προσκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κομίζω, φέρω εἴς τινα τόπον, πρὸς τόπον Θουκ. 1. 50, Ξεν. Κυν. 7. 3, 4· λίθους προσκ., πρὸς οἰκοδομήν, Δημ. 1277. 12· πρ. τὴν μηχανήν, φέρω πλησίον τὴν πολεμικὴν μηχανὴν ὅπως προσβάλω τὸ τεῖχος, Θουκ. 4. 115· τοῖς Ἀχαιοῖς πρ. τὴν πόλιν, φέρω αὐτὴν πρὸς τὸ μέρος τῶν Ἀχαιῶν, Πλουτ. Ἄρατ. 25· ― Μέσ., φέρω πρὸς ἐμαυτόν, φέρω πρὸς τὸν οἶκόν μου, Θουκ. 1. 54· φέρω ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ, εἰσάγω, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, πρβλ. Οἰκ. 11, 16. ― Παθητ., ἐπὶ πλοίων, φέρομαι εἴς τινα τόπον, Θουκ. 1. 51, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19.
Middle Liddell
fut. Attic ιῶ
to carry or convey to aplace, πρὸς τόπον Thuc., Xen.; πρ. τὴν μηχανήν to bring up the engine to assault the wall, Thuc.:—Mid. to bring with one, bring home, Thuc.: to import, Xen.:— Pass., of ships, to be brought to a place, Thuc.