χαυνόω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chavnoo
|Transliteration C=chavnoo
|Beta Code=xauno/w
|Beta Code=xauno/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make flaccid]], [[relax]]:—Pass., [[to lecome so]], Heliod. ap.<span class="bibl">Orib.46.22.1</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>12.17</span>; ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας <span class="title">Gp.</span>5.2.2. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> Pass., of inflammation, [[subside]], <span class="bibl">Alex.Trall.3.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[χαυνοῦσα]] (codd.Ath.) is [[falsa lectio|f.l.]] for [[χανοῦσα]], [[opening the mouth in kissing]], in <span class="bibl">Ephipp.6.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[puff up]], [[fill with conceit]], <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>931</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>210e</span>:—Pass., [[become vain]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">VV</span>1251b18</span>, <span class="bibl">Plb.6.57.7</span>; ταῖς πράξεσι <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.55</span> O.; ἐπὶ τούτοις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span> 29</span>; ὁ νοῦς ἐχαυνώθη <span class="bibl">Babr.95.36</span>; κόραξ ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη <span class="bibl">Id.77.8</span>; ὑπὸ τῆς δυνάμεως D.C.<span class="title">Fr.</span>49.3. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[relax]], [[weaken]], εἰρήνη χ. τὴν πολιτείαν Lyd.<span class="title">Mag.</span>3.51:—Pass., of character, <span class="bibl">Heliod. <span class="title">in EN</span>149.13</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make flaccid]], [[relax]]:—Pass., to [[become flaccid]], Heliod. ap.Orib.46.22.1, Ael.NA12.17; ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Gp.5.2.2.<br><span class="bld">b</span> Pass., of inflammation, [[subside]], Alex.Trall.3.3.<br><span class="bld">2</span> [[χαυνοῦσα]] (codd.Ath.) is [[falsa lectio|f.l.]] for [[χανοῦσα]], [[opening the mouth in kissing]], in Ephipp.6.5.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[puff up]], [[fill with conceit]], E.Andr.931, Pl.Ly.210e:—Pass., [[become vain]], Arist.VV1251b18, Plb.6.57.7; ταῖς πράξεσι Phld.Hom.p.55 O.; ἐπὶ τούτοις Plu.Caes. 29; ὁ νοῦς ἐχαυνώθη Babr.95.36; κόραξ ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη Id.77.8; ὑπὸ τῆς δυνάμεως D.C.Fr.49.3.<br><span class="bld">2</span> [[relax]], [[weaken]], εἰρήνη χ. τὴν πολιτείαν Lyd.Mag.3.51:—Pass., of character, Heliod. in EN149.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 21: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαυνόω''': μέλλ. -ώσω. [[κάμνω]] τι πορῶδες ἢ πλαδαρόν, χαλαρώνω, Φιλῆς 35. 8. - Παθ., [[γίνομαι]] [[χαῦνος]], χαλαροῦμαι, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 17· ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Γεωπον. 5. 2, 2. 2) παρ’ Ἐφίππῳ ἐν «Ἐμπολῇ» 1.5, χαυνοῦσα πρέπει νὰ [[εἶναι]] = χάσκουσα, ἀνοίγουσα τὸ [[στόμα]] κατὰ τὸ [[φίλημα]]· ἀλλ’ ὁ Meineke θεωρεῖ ὕποπτον τὴν λέξιν ΙΙ. μεταφορ., φυσιῶ, φουσκώνω, πληρῶ ματαιοφροσύνης, ἢ ἀλαζονείας, Εὐρ. Ἀνδρ. 931, Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· - Παθ., [[γίνομαι]] [[μάταιος]], [[ματαιόφρων]], ἀλαζών, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 7, 5· ἐπί τινι Πλουτ. Καῖσ. 29· ὁ [[νοῦς]] ἐχαυνώθη Βαβρ. 95. 36· [[κόραξ]] καρδίην ἐχαυνώθη ὁ αὐτ. 77.
|lstext='''χαυνόω''': μέλλ. -ώσω. [[κάμνω]] τι πορῶδες ἢ πλαδαρόν, χαλαρώνω, Φιλῆς 35. 8. - Παθ., [[γίνομαι]] [[χαῦνος]], χαλαροῦμαι, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 17· ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Γεωπον. 5. 2, 2. 2) παρ’ Ἐφίππῳ ἐν «Ἐμπολῇ» 1.5, χαυνοῦσα πρέπει νὰ [[εἶναι]] = χάσκουσα, ἀνοίγουσα τὸ [[στόμα]] κατὰ τὸ [[φίλημα]]· ἀλλ’ ὁ Meineke θεωρεῖ ὕποπτον τὴν λέξιν ΙΙ. μεταφορ., φυσιῶ, φουσκώνω, πληρῶ ματαιοφροσύνης, ἢ ἀλαζονείας, Εὐρ. Ἀνδρ. 931, Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· - Παθ., [[γίνομαι]] [[μάταιος]], [[ματαιόφρων]], ἀλαζών, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 7, 5· ἐπί τινι Πλουτ. Καῖσ. 29· ὁ [[νοῦς]] ἐχαυνώθη Βαβρ. 95. 36· [[κόραξ]] καρδίην ἐχαυνώθη ὁ αὐτ. 77.
}}
{{grml
|mltxt=[[χαυνῶ]], [[χαυνόω]], ΝΜΑ [[χαῡνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[επιφέρω]] [[χαύνωση]], [[προξενώ]] πνευματική ή σωματική [[νωθρότητα]] («η [[τηλεόραση]] τον χαυνώνει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[εξασθενίζω]] [[κάτι]] («[[εἰρήνη]] χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>χαυνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[μαλακός]] («ἡ γῆ χαυνοῦται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[πλαδαρός]] («χαυνοῦσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῖς κυούσαις», Αιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[ενέργεια]]) [[χαλαρώνω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον αλαζόνα<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> (για [[φλόγωση]]) [[παρέρχομαι]], θεραπεύομαι.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:34, 5 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαυνόω Medium diacritics: χαυνόω Low diacritics: χαυνόω Capitals: ΧΑΥΝΟΩ
Transliteration A: chaunóō Transliteration B: chaunoō Transliteration C: chavnoo Beta Code: xauno/w

English (LSJ)

A make flaccid, relax:—Pass., to become flaccid, Heliod. ap.Orib.46.22.1, Ael.NA12.17; ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Gp.5.2.2.
b Pass., of inflammation, subside, Alex.Trall.3.3.
2 χαυνοῦσα (codd.Ath.) is f.l. for χανοῦσα, opening the mouth in kissing, in Ephipp.6.5.
II metaph., puff up, fill with conceit, E.Andr.931, Pl.Ly.210e:—Pass., become vain, Arist.VV1251b18, Plb.6.57.7; ταῖς πράξεσι Phld.Hom.p.55 O.; ἐπὶ τούτοις Plu.Caes. 29; ὁ νοῦς ἐχαυνώθη Babr.95.36; κόραξ ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη Id.77.8; ὑπὸ τῆς δυνάμεως D.C.Fr.49.3.
2 relax, weaken, εἰρήνη χ. τὴν πολιτείαν Lyd.Mag.3.51:—Pass., of character, Heliod. in EN149.13.

German (Pape)

[Seite 1341] schlaff, lose, schwammig machen, u. übtr. = aufblähen; χαυνοῦσα τὸ στόμα τοῖς στρουθίοις ὁμοίως Ephipp. bei Ath. VIII, 363, vgl. 572 f, von einem weichen Kusse; – stolz u. aufgeblasen machen, pass. sich aufblähen, stolz sein; αἵ μοι λέγουσαι τούσδ' ἐχαύνωσαν λόγους Eur. Andr. 932; pass. bei Arist. virt et vit. 7, 5; Pol. 6, 57, 7. 16, 21, 12 u. Sp., wie Plut.; ἐχαυνώθη καρδίην Babr. 77, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. χαυνώσω;
Pass. ao. ἐχαυνώθην, pf. κεχαύνωμαι;
1 rendre lâche ; Pass. devenir lâche, mou, flasque;
2 fig. gonfler de vanité, de présomption, etc. ; Pass. s'enfler d'un vain orgueil : ἐπί τινι, au sujet de qch.
Étymologie: χαῦνος.

Russian (Dvoretsky)

χαυνόω: досл. разрыхлять, перен. наполнять самомнением (τινα Eur., Plat.): χαυνοῦσθαι ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν ἐπαίνων Plut. зазнаться от чрезмерных похвал; ἐπὶ τούτοις ἐχαυνοῦτο Plut. это вскружило ему голову.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνόω: μέλλ. -ώσω. κάμνω τι πορῶδες ἢ πλαδαρόν, χαλαρώνω, Φιλῆς 35. 8. - Παθ., γίνομαι χαῦνος, χαλαροῦμαι, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 17· ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Γεωπον. 5. 2, 2. 2) παρ’ Ἐφίππῳ ἐν «Ἐμπολῇ» 1.5, χαυνοῦσα πρέπει νὰ εἶναι = χάσκουσα, ἀνοίγουσα τὸ στόμα κατὰ τὸ φίλημα· ἀλλ’ ὁ Meineke θεωρεῖ ὕποπτον τὴν λέξιν ΙΙ. μεταφορ., φυσιῶ, φουσκώνω, πληρῶ ματαιοφροσύνης, ἢ ἀλαζονείας, Εὐρ. Ἀνδρ. 931, Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· - Παθ., γίνομαι μάταιος, ματαιόφρων, ἀλαζών, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 7, 5· ἐπί τινι Πλουτ. Καῖσ. 29· ὁ νοῦς ἐχαυνώθη Βαβρ. 95. 36· κόραξ καρδίην ἐχαυνώθη ὁ αὐτ. 77.

Greek Monolingual

χαυνῶ, χαυνόω, ΝΜΑ χαῡνος
νεοελλ.
(μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τον χαυνώνει»)
μσν.
1. μτφ. εξασθενίζω κάτιεἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.)
2. παθ. χαυνοῦμαι, -όομαι
γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ χαυνοῦται εἰς ῥαγάδας», Γεωπ.)
μσν.-αρχ.
παθ. γίνομαι πλαδαρός («χαυνοῦσθαι ὑπὸ τοῦ νότου τὰ σώματα ταῖς κυούσαις», Αιλ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ενέργεια) χαλαρώνω
2. μτφ. κάνω κάποιον αλαζόνα
3. παθ. (για φλόγωση) παρέρχομαι, θεραπεύομαι.

Greek Monotonic

χαυνόω: μέλ. -ήσω,
I. κάνω κάτι πορώδες ή χαλαρό.
II. μεταφ., φουσκώνω, γεμίζω με κούφια έπαρση, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

χαυνόω, fut. -ώσω
I. to make porous or flaccid.
II. metaph. to puff up, fill with conceit, Eur., Plat.