γλεῦκος: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gleykos | |Transliteration C=gleykos | ||
|Beta Code=gleu=kos | |Beta Code=gleu=kos | ||
|Definition=εος (Dor. gen. < | |Definition=εος (Dor. gen.<br><span class="bld">A</span> [[γλεύκιος]] ''GDI''4993 (Gortyn)), τό, [[sweet new wine]], Arist.''Mete.''380b32, Nic.''Al.''184, 299, ''PPetr.''3p.149 (iii B. C.), ''Act.Ap.''2.13, Dsc.5.6; οἴνου γλεύκους ''PGrenf.''2.24.12 (ii B. C.), ''PFlor.''65.8 (vi A. D.).<br><span class="bld">2</span> [[grape]]-[[juice]], Gal.6.575.<br><span class="bld">II</span> [[sweetness]], Arist.''Pr.''931a18. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:16, 25 November 2022
English (LSJ)
εος (Dor. gen.
A γλεύκιος GDI4993 (Gortyn)), τό, sweet new wine, Arist.Mete.380b32, Nic.Al.184, 299, PPetr.3p.149 (iii B. C.), Act.Ap.2.13, Dsc.5.6; οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12 (ii B. C.), PFlor.65.8 (vi A. D.).
2 grape-juice, Gal.6.575.
II sweetness, Arist.Pr.931a18.
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Alolema(s): cret. κλεῦκος SEG 27.631A.15 (VI/V a.C.)
• Grafía: graf. γλαῦκος POxy.3512.14 (V d.C.), κλαῦγος PMich.608.9 (VI d.C.)
• Morfología: [cret. gen. κλεύκιος SEG 27.631A.12, γλεύκιος ICr.4.77B.3, 79.4, 144.4 (todas Gortina V a.C.)]
zumo de uva, mosto, SEG ll.cc., ICr.ll.cc., Hp.Int.25, Vict.2.52, Arist.Mete.380b32, Call.Fr.93.4, PSI 544.2 (III a.C.), Corn.ND 30, Luc.Philops.39, Longus 2.1.2, 4.5.1, Philostr.Her.2.3, PHamb.23.30 (VI d.C.), PFlor.65.8 (VI d.C.), σφῆκές τε καὶ ... βέμβικες ... γ. ... δαίνυνται ἐπὶ ῥαγέεσσι πεσοῦσαι cayendo sobre las uvas, avispas y abejorros consumen su zumo Nic.Al.184, νεόθλιπτον γ. mosto recién exprimido Nic.Al.299, ἀσκὸς γλεύκους LXX Ib.32.19, οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12 (II a.C.), cf. Polyaen.4.3.32, γ. ... ἧττον μεθύσκει (op. γλυκὺς οἶνος) Dsc.5.6, cf. Plu.2.655f, οἶνον ... ἀπὸ γλαύκους ἀδόλου vino procedente de mosto no adulterado, POxy.l.c., PMich.l.c.
•irón. γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσίν están cargados de mosto, Act.Ap.2.13, cf. metáf. de la inspiración del Espíritu Santo, Gr.Nyss.M.46.701A. • DMic.: de-re-u-ko.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 vin nouveau doux, moût;
2 douceur.
Étymologie: γλυκύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλεῦκος -εος, contr. -ους, τό [~ γλυκύς jonge wijn, most.
Russian (Dvoretsky)
γλεῦκος: εος τό
1) сусло Arst., Plut.;
2) сладкое молодое вино Arst.;
3) сладость Arst.
English (Strong)
akin to γλυκύς; sweet wine, i.e. (properly) must (fresh juice), but used of the more saccharine (and therefore highly inebriating) fermented wine: new wine.
English (Thayer)
γλεύκους, τό, must, the sweet juice pressed from the grape; Nicander, alex. 184,299; Plutarch, others; sweet wine: BB. DD. under the word Wine>.)
Greek Monolingual
το (AM γλεῡκος)
ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση
μσν.
ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·
Greek Monotonic
γλεῦκος: -εος, τό (γλυκύς), Λατ. mustum, ο μούστος, το νέο κρασί που δεν ζυμώθηκε, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
γλεῦκος: -εος, τό, Λατ. mustum, ὁ «μοῦστος», δηλ. νέος οἶνος μήπω ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν χυμός, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. γλυκύτης, Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. γλυκύς, ἀγλευκής, πρβλ. ὡσαύτως ἀδευκής).
Middle Liddell
γλυκύς
Lat. mustum, new wine, Arist.
Chinese
原文音譯:gleàkoj 格留可士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:甜
字義溯源:新酒,甜酒;源自(γλυκύς)*=甜)。
同義字:1) (γλεῦκος)新酒 2) (οἶνος)酒 3) (ὄξος)醋
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 新酒(1) 徒2:13
Mantoulidis Etymological
τό (=μοῦστος, καινούριο κρασί). Ἀπό τό γλυκύς.
Παράγωγα: γλεύκη (=γλυκύτης), γλεύκινος, ἀγλευκής (=ξινός).
German (Pape)
τό, Most, ungegohrner od. eingekochter, süßer Wein, Nic. Al. 184, 299 und andere Spätere Nach Vetera Lexica τὸ ἀπὸ τῆς ληνοῦ ἀπόσταγμα, αὐτομάτως καταρρέον ἀπὸ τῆς σταφυλῆς· ἔστι δὲ τοῦτο γλυκύτατον.