κρόσσαι: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρόσσαι:''' ῶν αἱ<br /><b class="num">1)</b> [[зубцы крепостных стен]] (κ. πύργων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[ступени]], [[уступы]]: ἐποιήθη ἡ πυραμὶς ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς [[μετεξέτεροι]] κρόσσας ὀνομάζουσι Her. (Хеопова) пирамида была сделана ступенями, которые иные называют уступами.
|elrutext='''κρόσσαι:''' ῶν αἱ<br /><b class="num">1</b> [[зубцы крепостных стен]] (κ. πύργων Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[ступени]], [[уступы]]: ἐποιήθη ἡ πυραμὶς ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς [[μετεξέτεροι]] κρόσσας ὀνομάζουσι Her. (Хеопова) пирамида была сделана ступенями, которые иные называют уступами.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 14:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόσσαι Medium diacritics: κρόσσαι Low diacritics: κρόσσαι Capitals: ΚΡΟΣΣΑΙ
Transliteration A: króssai Transliteration B: krossai Transliteration C: krossai Beta Code: kro/ssai

English (LSJ)

ῶν, αἱ, prob. = A stepped copings of parapets, κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις Il.12.258; κροσσάων ἐπέβαινον ib.444 (expld. by Aristarch. as scaling ladders). 2 courses, steps of the Pyramids, Hdt.2.125.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
pierres saillantes ou corbeaux formant comme un escalier le long d'une construction.
Étymologie: apparenté avec κόρση ; cf. κάρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόσσαι -ῶν, αἱ, alleen plur. uitstekende stenen van muur. trappen van pyramide.

Russian (Dvoretsky)

κρόσσαι: ῶν αἱ
1 зубцы крепостных стен (κ. πύργων Hom.);
2 ступени, уступы: ἐποιήθη ἡ πυραμὶς ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας ὀνομάζουσι Her. (Хеопова) пирамида была сделана ступенями, которые иные называют уступами.

English (Autenrieth)

(cf. κόρση, κάρη): πύργων, walls or breasting of the towers, between foundations and battlements, Il. 12.258, 444.

Greek Monolingual

κρόσσαι, αἱ (Α)
1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.)
2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρόσσαι προέρχεται πιθ. από κροκ- (< krok-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας krek- «προεξέχω» και «προεξέχον δοκάρι») και συνδέεται με λιθουαν. krake «ράβδος», krẽklas «πλάγιες δοκοί που στηρίζουν τη στέγη», ρωσ. krόkwa].

Greek Monotonic

κρόσσαι: -ῶν, αἱ, σκάλες για ανάβαση στα τείχη, για σκαρφάλωμα στις επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τις βαθμίδες με τις οποίες οι πυραμίδες κατέληγαν στην κορυφή, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κρόσσαι: -ῶν, αἱ, ἑρμηνεύεται ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. καὶ παρ’ Ἡσύχ. ὡς σημαῖνον ἢ κλίμακας πρὸς ἀνάβασιν ἢ τὰς ἐπὶ τῶν τειχῶν ἐπάλξεις· ἡ πρώτη σημασία θὰ ἠδύνατο νὰ ἁρμόζῃ ἐν Ἰλ. Μ. 444 (κροσσάων ἐπέβαινον), ἀλλ’ ἡ δευτέρα εἶναι ἡ μόνη λογικῶς δυνατὴ ἐν Μ. 258 (κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις)· παρ’ Ἡροδ. 2. 125, ἡ λέξις σημαίνει τὰς σειρὰς τῶν λίθων ἢ τὰς βαθμίδας τῶν πυραμίδων ἀπὸ τῆς βάσεως μέχρι τῆς κορυφῆς· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει τὸ κρόσσαι διὰ τῶν λέξεων βωμίδες, ἀναβαθμοί. Ἐκ παραβολῆς πρὸς τὸ κροσσοὶ (θύσανοι), καὶ πρόπροσσος, εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ λέξ. κρόσσαι πρέπει νὰ σημαίνῃ πράγματα τοποθετημένα κατὰ κανονικὰ διαστήματα οἷα αἱ βαθμίδες· ἴσως δὲ ἐν σχέσει πρὸς τεῖχος ἐσήμαινεν ἀρχικῶς τὰς βαθμίδας, δι’ ὧν τὰ ὀχυρώματα ἐπεξετείνοντο ἐπὶ τῆς κλιτύος λόφου, ὡς δύναταί τις νὰ ἴδῃ τὸ τοιοῦτον εἰς ἀρχαίας ὠχυρωμένας πόλεις.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: stepped copings of parapets (M 258, 444), courses, steps of the pyramids (Hdt. 2, 125); πρό-κροσσοι ranged in rows, ranks (Ξ 35, Hdt.).
Compounds: κροσσοί m. pl. tassels, fringe (Gal., Poll., H.); δί-κροσσος double bordered (Poll., EM) mit δικρόσσια n. pl. (Peripl. M. Rubr.).
Derivatives: Diminut. κροσσίον (Hdn.); also as plant-name (Ps.-Dsc.); also κροσσωτός with fringes (LXX, Lyc., Plu.), with steps (Lyc. 291?; v.l. κορσ-).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Technical expression of unknown origin. Since Bezzenberger BB 12, 239 and Trautmann Balt.-slav. Wb. 139 κρόσσαι from *κροκ-ι̯αι is connected with some Balto-Slavic words for bar, rod, rafters, e.g. Lith. krãkė rod, staff (formally = κρόσσα), krẽklas rafters, Russ. krókva bar, club, rafters (old u-stem); MHG ragen rise up, stand out (Zupitza Die germ. Gutt. 122) can be explained in diff. ways. More forms in Pok. 619, Fraenkel Wb. and Vasmer Wb. s. vv. - Compared with the rare and late κροσσοί κροσσωτός, which seems derived from it, is attested much earlier and better. It is therefore suggested that κροσσωτός (and δίκροσσοι with δικρόσσια?) were formed to κρόσσαι (after θυσανωτός; cf. also κνισωτός: κνίση etc.) with transfer from architecture to tailor-work; from there again as backformation the formally difficult κροσσοί. Or comes the expression originally from weaving, to κρόξ, κρόκ-η woof-thread (s. κρέκω)? - Fur. 257 connects κόρση (?).

Middle Liddell


battlements on walls, Il.; of the steps by which the Pyramids rose to a point, Hdt. {{FriskDe |ftr=κρόσσαι: {króssai}
Grammar: f. pl.
Meaning: etwa Mauerzinnen, Absätze (Μ 258, 444), Stufen der Pyramiden (Hdt. 2, 125);
Composita: πρόκροσσοι eig. [[mit vorspringenden κρόσσαι, zinnenartig vorspringend, staffelförmig gereiht (Ξ 35, Hdt. u.a.).
Derivative: κροσσοί m. pl. Troddeln, Franse, Verbrämung (Gal., Poll., H.); δίκροσσος mit zweifacher Verbrämung (Poll., EM) mit δικρόσσια n. pl. (Peripl. M. Rubr.). Deminutivum κροσσίον (Hdn.); auch als Pflanzenname (Ps.-Dsk.); außerdem κροσσωτός mit Troddeln, Verbrämung versehen (LXX, Lyk., Plu., Pap. u. a.), mit Absätzen versehen (Lyk. 291?; v.l. κορσ-).
Etymology: Technische Ausdrücke unklarer Herkunft. Seit Bezzenberger BB 12, 239 und Trautmann Balt.-slav. Wb. 139 wird κρόσσαι aus *κροκι̯αι mit einigen baltischslavischen Wörtern für Stange, Stock, Dachsparren verbunden, z.B. lit. krãkė Stock, Stab (formal = κρόσσα), krẽklas Dachsparren, russ. krókva Stange, Knebel, Dachsparren (alter u-Stamm); mhd. ragen emporragen, hervorstehen (Zupitza Die germ. Gutt. 122) ist mehrdeutig. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 1, 482, Pok. 619, Fraenkel Wb. und Vasmer Wb. s. vv. — Im Vergleich zu dem seltenen und späten κροσσοί ist das anscheinend davon abgeleitete κροσσωτός erheblich früher und besser belegt. Die Annahme liegt somit nahe, daß κροσσωτός (und δίκροσσοι mit δικρόσσια?) zu κρόσσαι gebildet wurde (nach θυσανωτός; vgl. noch κνισωτός: κνίση u.a.m.) mit Übertragung von der Baukunst auf das Schneiderhandwerk, indem die Verbrämung mit einer Mauerkrone verglichen wurde; davon wiederum als Rückbildung das formal sonst schwierige κροσσοί. Oder stammt der Ausdruck ursprünglich aus der Weberei, zu κρόξ, κρόκη ‘(hervorragender) Einschlagfaden’ (s. κρέκω)?
Page 2,25 }}

German (Pape)

αἱ, die hervorragenden Zinnen oder Brustwehren auf den Mauern und Mauertürmen, hinter denen die Krieger stehen, welche die Mauern verteidigen, κροσσάων ἐπέβαινον Il. 12.444, wo nicht an Sturmleitern zu denken, wie Il. 12.258, eigt: ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον· κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις.
Bei Her. 2.125, wo auch κρῶσσαι geschrieben wird, durch βωμίδες, ἀναβαθμοί erkl., Absähe, Stufen.