παλίντονος: Difference between revisions
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰλίντονος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πᾰλίντονος:'''<br /><b class="num">1</b> вновь распрямляющийся, т. е. упругий, по по друг. дважды изогнутый (в середине и на концах) (τόξα Hom.): π. [[ἁρμονίη]] κόσμου [[ὥσπερ]] λύρης καὶ τόξου Heracl. ap. Plut. мировая гармония, в которой, подобно лире и луку, напряжение чередуется с ослаблением;<br /><b class="num">2</b> слетающий или спущенный с упругого лука, т. е. стремительный (βέλη Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:10, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, A bent backward, i.e. the opposite way to that in which they were drawn, τόξα, in Hom. of the bow whether strung, Il.8.266, cf. 15.443; or unstrung, 10.459, Od.21.11, cf. S.Tr.511 (lyr.); Ἀράβιοι τόξα π. εἶχον μακρά Hdt. 7.69; Σκυθικὰ π. βέλη A.Ch.161 (lyr.). 2 back-stretched, ἡνίαι Ar. Av.1739. 3 caused by opposite tensions, π. ἁρμονίη κόσμου ὅκωσπερ λύρης καὶ τόξου Heraclit.51 (v.l. παλίντροπος). II παλίντονα, τά, military engines for throwing stones, but not pointed missiles, = λιθοβόλα, Ph.Bel.91.36, Hero Bel.74, 104, etc.
German (Pape)
[Seite 451] zurückgespannt; bei Hom. immer τόξα; nach Wex in Zeitschrift für Alterthumsw. 1839 Dec. der Bogen mit nochmaliger Spannung, der scythische an beiden Enden noch einmal gekrümmte Bogen, wie ihn die Baschkiren haben, mit welchem Agathon bei Ath. X, 454 e das große Σ vergleicht; s. auch Eust. 375, 8, der Her. 7, 69 anführt, wo die Araber solche Bogen haben; er sagt 712, 10 εἰς πλέον ὀπίσω τῇ ἀνέσει ῥαιβούμενον καὶ οἷον καμαρούμενον; Hesych. ἐπὶ θάτερα μέρη κλινόμενον; – Il. 8, 266. 15, 443, παλίντονα τόξα τιταίνων, erkl. die Alten εἰς τοὐπίσω τεινόμενος, ἑλκόμενος, an den andern Stellen, 10, 459 Od. 21, 11. 59, ist aber von dem nicht gespannten Bogen die Rede, wo man es zurück- oder abgespannt erklärt; richtiger also in beiden Fällen von der Gestalt des Bogens (), nicht allgemein, biegsam oder elastisch. Solchen Bogen hat Herakles, Soph. Trach. 509; Ap. Rh. 1, 993; von dem Bogen der Scythen heißt es Aesch. Ch. 159 παλίντονα βέλη 'πιπάλλων. Bei Hero Belop. sind παλίντονα Kriegsmaschinen, Steine bombenmäßig, im Bogen zu schleudern, den röm. Ballisten entsprechend, im Gegensatz der große Pfeile in gerader Richtung schleudernden Katapulten, εὐθύτονα. – Aber Heraclit. bei Plut. de Is. et Osir. 45, παλίντονος γὰρ ἁρμονίη κόσμου ὥςπερ λύρης καὶ τόξου, geht auf die Anspannung und Abspannung, vgl. Schleiermacher in Mus. antiqu. 1 p. 413 ff. – Zurückgespannt, angespannt, ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους Ar. Av. 1735.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tiré ou tendu en arrière;
2 lancé après avoir été tendu en arrière.
Étymologie: πάλιν, τείνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίντονος -ον [πάλιν, τείνω] achterwaarts gespannen, veerkrachtig (van een boog); uitbr. van pijlen; Aeschl. Ch. 162; strakgetrokken (van teugels); Aristoph. Av. 1739; weerspannig, onder spanning. Heraclit. B 51 (tekst onzeker).
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίντονος:
1 вновь распрямляющийся, т. е. упругий, по по друг. дважды изогнутый (в середине и на концах) (τόξα Hom.): π. ἁρμονίη κόσμου ὥσπερ λύρης καὶ τόξου Heracl. ap. Plut. мировая гармония, в которой, подобно лире и луку, напряжение чередуется с ослаблением;
2 слетающий или спущенный с упругого лука, т. е. стремительный (βέλη Aesch.).
English (Autenrieth)
(τείνω): stretched or bending back, ‘elastic,’ epithet of the bow.
Greek Monolingual
παλίντονος, -ον (Α)
1. (για τόξο) ελαστικός, αυτός που τεντώνει και επανέρχεται στην προηγούμενη θέση του («παλίντονα τόξα τιταίνων», Ομ. Ιλ.)
2. ο προς τα πίσω τεντωμένος («Ἔρως... ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους», Αριστοφ.)
3. αυτός που προέρχεται από αντίθετες τάσεις
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παλίντονα
τα λιθοβόλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τόνος (< τόνος < τείνω), πρβλ. εύ-τονος].
Greek Monotonic
πᾰλίντονος: -ον (τείνω),
1. αυτός που τείνει προς τα πίσω, αυτός που γέρνει προς τα πίσω, επίθ. που λέγεται για το τόξο, σε Όμηρ. Δηλώνει τη μορφή του ομηρ. τόξου, το οποίο όταν του βγάζουν τη χορδή, τείνει προς μια κατεύθυνση αντίθετη από αυτή που παίρνει όταν πρωτοτεντώνεται.
2. ἡνίαι παλίντονοι, ηνία που τεντώνονται προς τα πίσω, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίντονος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω τεινόμενος· Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ τόξου, παλίντονα τόξα, ὡς φαίνεται, ἐν χρήσει ἐνίοτε ἐπὶ τοῦ τεταμένου ἢ κεκυρτωμένου τόξου, ὅπερ ὁ τοξότης εἵλκυσε διὰ τῆς νευρᾶς πρὸς ἑαυτὸν ὅπως ἐπανέλθῃ κατόπιν εἰς τὴν προτέραν θέσιν διὰ μείζονος δυνάμεως, ὡς ἐν Ἰλ. Θ. 266, Ο. 433, Σοφ. Τρ. 511· ἐνίοτε ἐπὶ τοῦ μὴ τεταμένου τόξου, Ἰλ. Κ. 459, Ὀδ. Φ. 11 - Ἀλλὰ πάντα τὰ χωρία ταῦτα δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθῶσι διὰ μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς σημασίας τῆς δηλούσης τὸ σχῆμα τοῦ τόξου, ὅπερ ὁ Ἀγάθων παραβάλλει πρὸς τὸ γράμμα Σ ἢ C παρ’ Ἀθην. 454C· καὶ εἶναι γνωστὸν ὅτι τὰ ἔτι καὶ νῦν ἐν χρήσει μεταξὺ πολλῶν ἀγρίων φυλῶν τόξα λαμβάνουσι καθόλου σχῆμα τοιούτου εἴδους, ἴδε Λεξικὸν Ἑλληνικ. Ἀρχαιολογ. Α. Ρ. Ραγκαβῆ σελ. 1573 ὥστε ἡ λέξις σημαίνει οὐχὶ ἰδιαιτέραν τινὰ κατάστασιν τοῦ τόξου, ἀλλὰ τὸ γενικὸν αὐτοῦ σχῆμα. - Ὁ Ἡρόδ. ἰδιαιτέρως χαρακτηρίζει τὰ τόξα τῶν Ἀραβίων διὰ τῆς λέξεως παλίντονα, 7. 69· καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 160, τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἀποδίδοται εἰς τὰ Σκυθικὰ τόξα· διὰ ταῦτα ὁ Εὐστάθ. ὀρθῶς ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τῆς φράσεως: ἐπὶ θάτερα μέρη κλινόμενον (προστιθεὶς ὅμως ὅτι τὸ ἐπίθετον ἐφαρμόζεται ἐπὶ παντὸς τόξου καὶ οὐχὶ ἐπὶ τῶν ἐν χρήσει παρά τισι μόνον λαοῖς), 712. 23, πρβλ. 375. 8· ὁ δὲ Attius παρὰ Varr. ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ arcus reciproci. 2) ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1738 ἔχομεν: ἡνίαι π., πρὸς τὰ ὀπίσω τεταμέναι· καὶ ἐν Ἡρακλείτ. παρὰ Πλουτ. 2. 369Α, π. ἁρμονίῃ κόσμου ὅκωσπερ λύρης καὶ τόξου, τεινομένη καὶ χαλαρουμένη πάλιν, συνεχῶς μεταβαλλομένη. ΙΙ. παλίντονα, τά, στρατιωτικαὶ μηχαναὶ ἐξακοντίζουσαι λίθους ἢ ἄλλα βλήματα, πιθανῶς εἰς ὕψος, καλοῦνται δὲ καὶ πετροβόλοι καὶ λιθοβόλα, καὶ παρὰ Ρωμαίοις Balistae· ἐνῷ τὰ εὐθύτονα, ὡς τὰ παρὰ Ρωμ. Catapultae, ἔρριπτον βέλη κατ’ εὐθεῖαν ἢ ἐξ εὐθυωρίας, Ἥρων. Βελοπ. 122, κτλ.
Middle Liddell
πᾰλίν-τονος, ον, τείνω
1. back-stretched, back-bending, epithet of the bow, Hom. It denotes the form of the Homeric bow, which when unstrung bent in a direction contrary to that which it took when strung.
2. ἡνίαι π. back-stretched reins, Ar.