ἐμβαδόν: Difference between revisions
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> le sol;<br /><b>2</b> <i>t. de math.</i> surperficie.<br /><b>3</b> <i>adv.</i>en marchant ; par terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβαίνω]]. | |btext=<b>1</b> [[le sol]];<br /><b>2</b> <i>t. de math.</i> surperficie.<br /><b>3</b> <i>adv.</i>en marchant ; par terre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:06, 28 November 2022
English (LSJ)
(A), Adv. A by land = πεζῇ, Il.15.505; wading, Paus.10.20.8.
(B), τό, A a surface, area (opp. περίμετρος, Herm.in Phdr.p.108A.), Plb.6.27.2, Phld.Sign.15,al., Hero *Deff.117, POxy.505.6 (ii A.D.), Theo Sm. p.126 H., etc.: hence, in Arith., product of integers (opp. περίμετρος 'sum'), Theol.Ar.10. II as adjective, δάκτυλος ἐμβαδός = square inch, Hero *Mens.23.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. caminando, a pie ἐ. ἵξεσθαι Il.15.505, διελθεῖν ἐ. τὸ ὕδωρ Paus.10.20.8, cf. A.D.Adu.198.1.
German (Pape)
[Seite 803] τό, die Grundfläche, Pol. 6, 27, 2; Flächeninhalt, Mathem. einherschreitend; zu Fuß, zu Lande; ἵξεσθαι ἣν πατρίδα Il. 15, 505; Paus. 10, 20, 8; bei Strab. 2, 4, 1 em.
French (Bailly abrégé)
1 le sol;
2 t. de math. surperficie.
3 adv.en marchant ; par terre.
Étymologie: ἐμβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβᾰδόν:
I τό площадь, поверхность (τετράπλεθρον Polyb.).
II adv. пешком, т. е. сухим путем (ἵξεσθαι πατρίδα γαῖαν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαδόν: ἐπίρρ., διὰ ξηρᾶς, πεζῇ, «περπατῶντας», ἦ ἔλπεσθ’, ἢν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ, ἐμβαδὸν ἴξεσθαι ἣν πατρίδα γαῖαν ἕκαστος; Ἰλ. Ο. 505· πεζῇ διὰ μέσου ὕδατος, Παυσ. 10. 20, 8.
English (Autenrieth)
on foot (over the sea), Il. 15.505†.
Greek Monolingual
(I)
ἐμβαδόν (Α) εμβαίνω
επίρρ. με τα πόδια, περπατώντας («ἦ ἔλπεσθ', ἤν νῆας ἕλῃ... Ἕκτωρ, ἐμβαδόν ἵξεσθαι ἥ ν πατρίδα γαῖαν ἕκαστος» — αλήθεια πιστεύετε, αν καταλάβει τα πλοία ο Έκτωρ... ότι θα πάει με τα πόδια [[[μέσα]] απ' τη θάλασσα] ο καθένας στην πατρίδα του;).
(II)
το (AM ἐμβαδόν)
νεοελλ.
ο αριθμός σε τετραγωνικά μέτρα ή πήχεις που προκύπτει από τη μέτρηση της επιφάνειας
αρχ.
ορισμένη επιφάνεια, χώρος.
Greek Monotonic
ἐμβᾰδόν: επίρρ. (ἐμβαίνω), πεζή, περπατώντας, απ' την ξηρά, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐμβᾰδόν, adv. ἐμβαίνω
1. on foot, by land, Il. 2 surface, area.