τετράδιον: Difference between revisions
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τετραδιου, τό ([[τετράς]], the [[number]] [[four]]), a quarternion (τό ἐκ τεσσάρων συνεστος, Suidas): [[τῶν]] στρατιωτῶν, a [[guard]] consisting of [[four]] soldiers (for [[among]] the Romans [[this]] [[was]] the [[usual]] [[number]] of the [[guard]] to [[which]] the [[custody]] of captives and prisons [[was]] intrusted; [[two]] soldiers were confined [[with]] the [[prisoner]] and [[two]] kept [[guard]] [[outside]]), [[Philo]] in Flacc. § 13i. e. Mang. edition vol. ii, p. 533,25.) | |txtha=τετραδιου, τό ([[τετράς]], the [[number]] [[four]]), a quarternion (τό ἐκ τεσσάρων συνεστος, Suidas): [[τῶν]] στρατιωτῶν, a [[guard]] consisting of [[four]] soldiers (for [[among]] the Romans [[this]] [[was]] the [[usual]] [[number]] of the [[guard]] to [[which]] the [[custody]] of captives and prisons [[was]] intrusted; [[two]] soldiers were confined [[with]] the [[prisoner]] and [[two]] kept [[guard]] [[outside]]), [[Philo]] in Flacc. § 13i. e. Mang. edition vol. ii, p. 533,25.) | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, = [[τετραδεῖον]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό [[τετράς]] πού παράγεται ἀπό τό τέτταρα ἤ [[τέσσαρα]], οὐδ. τοῦ [[τέσσαρες]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[τέσσαρες]]: [[τεσσαράκοντα]], [[τεταρταῖος]], [[τέταρτος]], [[τέθριππον]], [[τετράγωνος]], [[τετραγωνίζω]], [[τετραετής]], [[τετράκις]], [[τετρακόσιοι]], [[τετρακτύς]] -ύος (=[[τετράδα]]), [[τετραλογία]] (=3 τραγωδίες καί ἕνα σατυρικό), [[τετράμηνος]], [[τετραπλάσιος]], [[τετράπους]], [[τράπεζα]] (τετράπεζα). | |mantxt=Ἀπό τό [[τετράς]] πού παράγεται ἀπό τό τέτταρα ἤ [[τέσσαρα]], οὐδ. τοῦ [[τέσσαρες]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[τέσσαρες]]: [[τεσσαράκοντα]], [[τεταρταῖος]], [[τέταρτος]], [[τέθριππον]], [[τετράγωνος]], [[τετραγωνίζω]], [[τετραετής]], [[τετράκις]], [[τετρακόσιοι]], [[τετρακτύς]] -ύος (=[[τετράδα]]), [[τετραλογία]] (=3 τραγωδίες καί ἕνα σατυρικό), [[τετράμηνος]], [[τετραπλάσιος]], [[τετράπους]], [[τράπεζα]] (τετράπεζα). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 30 November 2022
English (LSJ)
τό, a A guard of soldiers (normally consisting of four men), Ph.2.533, Act.Ap.12.4. II quaternion of parchment, POxy.2156.10 (iv/v A.D.), Tz.H.9.290; cf. τετράδειον.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
nombre de quatre, réunion de quatre personnes ou de quatre choses ; spécial. escouade.
Étymologie: τετράς.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of tetras (a tetrad; from τέσσαρες); a quaternion or squad (picket) of four Roman soldiers: quaternion.
English (Thayer)
τετραδιου, τό (τετράς, the number four), a quarternion (τό ἐκ τεσσάρων συνεστος, Suidas): τῶν στρατιωτῶν, a guard consisting of four soldiers (for among the Romans this was the usual number of the guard to which the custody of captives and prisons was intrusted; two soldiers were confined with the prisoner and two kept guard outside), Philo in Flacc. § 13i. e. Mang. edition vol. ii, p. 533,25.)
German (Pape)
τό, = τετραδεῖον.
Russian (Dvoretsky)
τετράδιον: τό четверка (солдат) NT.
Chinese
原文音譯:tetr£dion 帖特拉笛按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:四(縮小的)
字義溯源:四人一班,每斑四人,班,四個士兵,四方;源自(τετράρχης)X*=四個一組),而 (τετράρχης)X*出自(τέσσαρες)*=四)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 四人一班的(1) 徒12:4
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τετράς πού παράγεται ἀπό τό τέτταρα ἤ τέσσαρα, οὐδ. τοῦ τέσσαρες. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ τέσσαρες: τεσσαράκοντα, τεταρταῖος, τέταρτος, τέθριππον, τετράγωνος, τετραγωνίζω, τετραετής, τετράκις, τετρακόσιοι, τετρακτύς -ύος (=τετράδα), τετραλογία (=3 τραγωδίες καί ἕνα σατυρικό), τετράμηνος, τετραπλάσιος, τετράπους, τράπεζα (τετράπεζα).