ἀγωνιστικός: Difference between revisions
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la lutte, qui convient à la lutte ; <i>fig.</i> qui convient aux luttes de la parole, propre à la discussion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνίζομαι]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne la lutte, qui convient à la lutte ; <i>fig.</i> qui convient aux luttes de la parole, propre à la discussion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum Kampfe [[gehörig]]</i>; ἡ -κή, die [[Kampf]]-, Disputierkunst, Plat. <i>Soph</i>. 225a ff.; τὸ -κόν 219c; dem [[διαλεκτικός]] entgegengstzt, s. [[ἀγωνίζομαι]], Arist. <i>top</i>. 8.4; [[λέξις]], der Styl der öffentlichen [[Redner]], <i>rhet</i>. 3.12; [[streitsüchtig]], [[neben]] [[ἐριστικός]], Plat. <i>Men</i>. 75c. Bei den Ärzten: <i>[[entscheidend]]</i>.<br><b class="num">• Adv.</b> [[ἀγωνιστικῶς]] ἔχειν, Lust zum [[Streiten]] haben, Plut. <i>Syll</i>. 16. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀγωνίζομαι]]<br /><b class="num">I.</b> fit for [[contest]] or [[debate]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> of persons, [[contentious]], [[eager]] for [[applause]], Plat.:—adv. -κῶς, [[contentiously]], ἀγ. ἔχειν to be disposed to [[fight]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ἀγωνίζομαι]]<br /><b class="num">I.</b> fit for [[contest]] or [[debate]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> of persons, [[contentious]], [[eager]] for [[applause]], Plat.:—adv. -κῶς, [[contentiously]], ἀγ. ἔχειν to be disposed to [[fight]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for contest, especially in the games, δύναμις ἀγωνιστική Arist.Rh.1360b22; ἀγωνιστικὴ σώματος ἀρετή ib.1361b21; ἡ ἀγωνιστική = the art of combat or contest, Pi.Sph.225a sq.; τὸ ἀγωνιστικόν ib.219c, 219e.
2 fit for contest in speaking, ἀγωνιστικὴ λέξις debating style, Arist.Rh.1413b9; contentions, λόγοι Id.SE165b11, al.; ἀγωνιστικαὶ διατριβαί Id.Top.157a23: Comp. ἀγωνιστικώτεραι, προτάσεις Alex.Aphr. in Top.522.27.
3 masterly, striking, ἀ. προρρήματα Hp.Art.58; ἀγωνιστικόν τι ἔχουσα = having in it something glorious, ib.70; πράξεις Men.Rh. p.384S.
b Rhet., striking, impressive, Longin.23.1; ἀγωνιστικόν, τό, Id.22.3: Sup. ἀγωνιστικώτατος ἑαυτοῦ, of Plato, Them.Or.34p.448D.
4 Medic., 'heroic', i.e. copious, πόσεις Philagr. ap. Orib.5.19. Adv. ἀγωνιστικῶς Herod.ib.5.30.31, Gal.15.499; and so of 'heroic' measures generally, ἀγωνιστικῶς θεραπεύειν 18(1).61.
II of persons, contentious, eager for applause, Pl.Men.75c, Phld.Oec.p.65J.
III Adv. ἀγωνιστικῶς = contentiously, Arist.Top.164b15; ἀγωνιστικῶς ἔχειν = to be disposed to fight, Plu. Sull.16: Comp., ἐπιστολὰς ἀγωνιστικώτερον τοῦ δέοντος ἐπέστελλε Philostr. VS2.33.3.
2 dramatically, ᾄδειν Arist.Pr.918b21; opp. καταστατικῶς, Aps.p.266 H.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1propio de la lucha, de la lucha, εἶδος Pl.Sph.219c
•subst. ἡ ἀ. el arte de la lucha Pl.Sph.225a
•fig. en la definición del sofista τῆς γὰρ ἀγωνιστικῆς περὶ λόγους ἦν τις ἀθλητής Pl.Sph.231e, πράξεις Men.Rh.384
•apropiado para contender δύναμις Arist.Rh.1360b22, ἀρετή Arist.Rh.1361b21
•subst. τὸ ἀ. consejos para el combate Afric.Cest.1.3 tít.
2 apropiado para el debate o discusión λέξις Arist.Rh.1413b9, λόγοι Arist.SE 165b11, διατριβαί Arist.Top.161a23, σχῆμα Aristid.Pro.118.12
•de personas dado a la discusión, polemista Pl.Men.75c.
II fig.
1 magistral, espectacular ἀγωνιστικόν τι ἔχουσα Hp.Art.70, προρρήματα λαμπρὰ καὶ ἀγωνιστικά predicciones brillantes y espectaculares Hp.Art.58
•ret., de ciertas figuras, Longin.23.1, Them.Or.34.448D.
2 medic. enorme, copioso, masivo πόσεις Philagr.2.29.
III adv. -ῶς
1 de manera polémica διαλέγεσθαι Arist.Top.164b15, ἐπιστολὰς ἀγωνιστικώτερον τοῦ δέοντος ἐπέστελλε Philostr.VS 628, cf. Aps.Rh.266
•ἀ. ἔχειν tener ganas de lucha Plu.Sull.16
•valientemente ἀντικαθίστασθαι πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀ. Euagr.Pont.Or.136.
2 a la manera del teatro ᾄδειν Arist.Pr.918b21.
3 medic. masiva, intensamente θεραπεύειν Gal.18(1).61, cf. Herod.Med. en Orib.5.30.31.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la lutte, qui convient à la lutte ; fig. qui convient aux luttes de la parole, propre à la discussion.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.
German (Pape)
zum Kampfe gehörig; ἡ -κή, die Kampf-, Disputierkunst, Plat. Soph. 225a ff.; τὸ -κόν 219c; dem διαλεκτικός entgegengstzt, s. ἀγωνίζομαι, Arist. top. 8.4; λέξις, der Styl der öffentlichen Redner, rhet. 3.12; streitsüchtig, neben ἐριστικός, Plat. Men. 75c. Bei den Ärzten: entscheidend.
• Adv. ἀγωνιστικῶς ἔχειν, Lust zum Streiten haben, Plut. Syll. 16.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωνιστικός:
1 пригодный для состязаний (σώματος ἀρετή, δύναμις Arst.);
2 задорный, полемический (λόγοι Arst., Plut.);
3 склонный к спорам (τῶν σοφῶν τις Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος, κατάλληλος πρὸς ἀγῶνα· ἰδίᾳ κατὰ τοὺς δημοσίους ἀγῶνας, δύναμις ἀγ., Ἀριστ. Ῥητ. 1. 5, 6· ἀγ. σώματος ἀρετή, αὐτ. 14· ἡ ἀγωνιστική, ἡ τέχνη τοῦ ἀγωνίζεσθαι, μάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 225Α. κἑξ.· οὕτω, τὸ ἀγωνιστικόν, αὐτ. 219C. D. 2) κατάλληλος, ἐπιτήδειος πρὸς ἀγῶνα λόγων, ἀγ. λέξις, ὕφος συζητήσεως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 1· ἀγ. λόγοι, συζητήσεις κατὰ πολὺ ὅμοιαι πρὸς τοὺς ἐριστικοὺς λόγους, ὁ αὐτ. Σοφ. Ἔλεγχ. 2 ἐν τέλ. καὶ ἀλλ.· ἀγ. διατριβαί, ὁ αὐτ. Τοπ. 8. 11, 2. 3) ἱκανὸς πρὸς νίκην, ἐπιτήδειος, γενναῖος, τολμηρός, ἀγ. προρρήματα, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 825· ἀγ. τι ἔχουσα, ἔχουσα ἐν ἑαυτῇ ἔνδοξόν τι, αὐτόθ. 832. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐριστικός, ἔχων δίψαν ἐπαίνων, Πλάτ. Μένων 75C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐριστικῶς, φιλονείκως Ἀριστ. Τοπ. 8. 14. τέλ.· ἀγ. ἔχειν, φιλονείκως, πρὸς μάχην διακεῖσθαι, Πλουτ. Σύλλ. 16. 2) μὲ τεχνικώτατον, ἀπηκριβωμένον ὕφος, Ἀριστ. Προβλ. 19, 15: - εὐθαρσῶς, ἀποφασιστικῶς, ἐν μεταγενεστ. ἰατρικοῖς Συγγρ.
Greek Monotonic
ἀγωνιστικός: -ή, -όν (ἀγωνίζομαι),
I. κατάλληλος, ικανός για αγώνα ή για συζήτηση ή αλλιώς αγώνα λόγων, σε Αριστ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ανταγωνιστικός, αυτός που διψά για επαίνους, επιδοκιμασία, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, με αντιπαράθεση· ἀγωνιστικῶς ἔχειν, διατίθεμαι ή διάκειμαι για μάχη, φιλονικία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀγωνίζομαι
I. fit for contest or debate, Arist.
II. of persons, contentious, eager for applause, Plat.:—adv. -κῶς, contentiously, ἀγ. ἔχειν to be disposed to fight, Plut.