κατασχίζω: Difference between revisions
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατασχίζω:''' μέλ. <i>-σχίσω</i>, [[σχίζω]] [[κάτι]] εντελώς, [[κατακόπτω]], [[διαχωρίζω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ [[ῥάκος]], στον ίδ.· κατασχ. | |lsmtext='''κατασχίζω:''' μέλ. <i>-σχίσω</i>, [[σχίζω]] [[κάτι]] εντελώς, [[κατακόπτω]], [[διαχωρίζω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ [[ῥάκος]], στον ίδ.· κατασχ. τὰς πύλας, τις [[ανοίγω]] βίαια, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:45, 6 December 2022
English (LSJ)
fut. -σχίσω X.An.7.1.16:—cleave asunder, split, slit, Ar.V.239, cj. in Hp.Mochl.36 (Pass.); κ. τὰς πύλας, τὰς θύρας, burst them open, X. l.c., D.21.79; tear, τοὺς χιτωνίσκους Phld.Ir.p.39 W.: —Med., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.Ra.405 (lyr.):—Pass., of nerves or veins, branch, Gal.2.390, 8.65; of leaves, Dsc.2.130.
French (Bailly abrégé)
briser, détruire, acc..
Étymologie: κατά, σχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σχίζω in tweeën splijten, verscheuren, openbreken:; κ. τὰς πύλας de poorten forceren Xen. An. 7.1.16; ook med.
Russian (Dvoretsky)
κατασχίζω:
1 раскалывать, разрубать (τὸν ὅλμον τῆς ἀρτοπώλιδος Arph.);
2 разламывать, взламывать (τὰς πύλας Xen.; τὰς θύρας Dem., Plut.; τὴν κιβωτόν Plut.);
3 med. раздирать, разрывать (τὸν σανδαλίσκον καὶ τὸ ῥάκος Arph.).
Greek Monolingual
και κατασκίζω (AM κατασχίζω, Μ και κατασκίζω)
σχίζω κάτι εντελώς, το κάνω κομμάτια, κατακομματιάζω, καταξεσκίζω
μσν.
μέσ. κατασχίζομαι
κατατραυματίζομαι, καταπληγώνομαι
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγω κάτι διά της βίας, κατακόβω, σπάζω
2. (και παθ.) κατασχίζομαι
(για νεύρα ή φλέβες ή φύλλα) διακλαδίζομαι.
Greek Monotonic
κατασχίζω: μέλ. -σχίσω, σχίζω κάτι εντελώς, κατακόπτω, διαχωρίζω, σε Αριστοφ. — Μέσ., κατεσχίσω τὸ ῥάκος, στον ίδ.· κατασχ. τὰς πύλας, τις ανοίγω βίαια, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κατασχίζω: μέλλ. -σχίσω, σχίζω τι ἐντελῶς, κατακόπτω, κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ ῥάκος Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· κατασχίζω τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2.
Middle Liddell
fut. -σχίσω
to cleave asunder, split up, Ar.; Mid., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.; κατασχ. τὰς πύλας to burst them open, Xen.