εὔμορφος: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
mNo edit summary |
|||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[comely]], [[shapely]] | |woodrun=[[comely]], [[shapely]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[comely]]=== | |||
Bulgarian: миловиден; Czech: pohledný, hezký, sličný, půvabný, spanilý; Dutch: [[bevallig]]; French: [[avenant]]; German: [[hübsch]], [[ansehnlich]]; Greek: [[ελκυστικός]], [[θελκτικός]], [[όμορφος]], [[τραβηχτικός]]; Ancient Greek: [[εἰδάλιμος]], [[εὐειδής]], [[εὔμορφος]], [[εὐπρεπής]], [[ἰδανός]], [[ἴφθιμος]]; Hungarian: kedves, kellemes, csinos; Irish: córach, cuanna, cumaí, cumtha, daite, dathúil, dea-chumtha, dreachúil, gnaíúil, lachanta, leacanta, maisiúil, slachtmhar, sochraidh, spéisiúil; Latin: [[venustus]]; Polish: urodziwy; Portuguese: [[lindo]], [[atraente]]; Romanian: plăcut, drăguț; Russian: [[пригожий]]; Spanish: [[lindo]] | |||
}} | }} |
Revision as of 22:31, 10 March 2023
English (LSJ)
ον, fair of form, comely, goodly, Sapph.76 (Comp.), Hdt. 1.196, A.Ag.416, 454 (both lyr.); σῶμα… εὔ. ἰδεῖν S.Fr.88.10: γαμεταί, ἀνδράποδα, D.H.11.2, Ph.2.478 (Sup.): metaph., εὔ.κράτος A.Ch. 490.
German (Pape)
[Seite 1081] schöngestaltet, κολοσσοί Aesch. Ag. 405, öfter; παρθένων εὐμόρφοις χλιδαῖσιν Suppl. 981; σῶμα Soph. frg. 109; Sapph. bei Hephaest. p. 64. In Prosa erst Sp., dah. es die Atticisten für hellenistisch erkl.; μειράκια Pol. 31, 24, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de belle forme, beau, noble.
Étymologie: εὖ, μορφή.
Ant. δύσμορφος, ἄμορφος.
Russian (Dvoretsky)
εὔμορφος:
1 красивый, прекрасный, изящный (παρθένος Her.; σῶμα Soph.; γυνή Plut.);
2 величественный, великолепный, славный (κράτος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔμορφος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὡραίαν μορφήν, ὡραῖος, Σαπφὼ 78, Ἡρόδ. 1. 196, Αἰσχύλ. Ἀγ. 416, 454· σῶμα εὔμορφον ἰδεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 109. 10· μεταφ., εὔμ. κράτος Αἰσχύλ. Χο. 490.
Greek Monolingual
-η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ εὔμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» — η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη ζωντανή γυναίκα], Αισχύλ.)
2. (γενικά) όμορφος, ευπρεπής
3. μτφ. θαυμαστός, αξιοθαύμαστος («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον κράτος», Αισχύλ.)
4. μτφ. ταιριαστός, κατάλληλος
5. μτφ. ευχάριστος, θελκτικός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔμορφον
ο καλός τρόπος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὄμορφα
η ομορφιά.
επίρρ...
ευμόρφως και εύμορφα και όμορφα (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)
με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, ποικιλόμορφος. Το επίθ. χαρακτηρίζει κυρίως τη σωματική ομορφιά (πρβλ. και τα σύνθ. ευμορφ-άνθρωπος, ευμορφο-γυναίκα), ενώ τα ωραίος και καλός έχουν γενικότερη σημασία. Συγγενέστερο σημασιολογικά το ευ-ειδής, που αναφέρεται κυρίως στη γυναικεία ομορφιά. Από τον τ. εύμορφος > μσν. έμμορφος (με αφομοίωση) ή έμορφος (με απλοποίηση του συμπλέγματος -vm- σε -m-) > όμορφος είτε από το άρθρο (ο έμορφος) ή με (προληπτική) αφομοίωση του ε σε ο κατά τα ακολουθούντα ο].
Greek Monotonic
εὔμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει ωραία μορφή, κομψός, χαριτωμένος, όμορφος, εμφανίσιμος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
εὔ-μορφος, ον μορφή
fair of form, comely, goodly, Hdt., Aesch.
English (Woodhouse)
Translations
comely
Bulgarian: миловиден; Czech: pohledný, hezký, sličný, půvabný, spanilý; Dutch: bevallig; French: avenant; German: hübsch, ansehnlich; Greek: ελκυστικός, θελκτικός, όμορφος, τραβηχτικός; Ancient Greek: εἰδάλιμος, εὐειδής, εὔμορφος, εὐπρεπής, ἰδανός, ἴφθιμος; Hungarian: kedves, kellemes, csinos; Irish: córach, cuanna, cumaí, cumtha, daite, dathúil, dea-chumtha, dreachúil, gnaíúil, lachanta, leacanta, maisiúil, slachtmhar, sochraidh, spéisiúil; Latin: venustus; Polish: urodziwy; Portuguese: lindo, atraente; Romanian: plăcut, drăguț; Russian: пригожий; Spanish: lindo