σηψιδακής: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />(για ερπετά) αυτός που προκαλεί [[σήψη]] με το [[δήγμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῆψις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δακής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκος]], <i>τὸ</i>, «[[δάγκωμα]]» <span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), | |mltxt=-ές, Α<br />(για ερπετά) αυτός που προκαλεί [[σήψη]] με το [[δήγμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῆψις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δακής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκος]], <i>τὸ</i>, «[[δάγκωμα]]» <span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), [[πρβλ]]. [[λαιμοδακής]], [[σαρκοδακής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 9 May 2023
English (LSJ)
ές, causing mortification by its bite, φαλάγγιον Pl. ap. Arist.Top.140a4.
German (Pape)
[Seite 876] ές, durch den Biß Fäulniß verursachend, φαλάγγιον, Plat. bei Arist. top. 6, 2.
Russian (Dvoretsky)
σηψῐδακής: 2, v.l. σηψῐδακίς причиняющий своим укусом нагноение (τό φαλάγγιον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σηψῐδᾰκής: -ές, ὁ ἐπιφέρων σῆψιν διὰ τοῦ δήγματος, φαρμακερός, Πλάτων παρ’ Ἀριστ. ἐν Τοπ. 6. 2, 4.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για ερπετά) αυτός που προκαλεί σήψη με το δήγμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆψις + -δακής (< δάκος, τὸ, «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. λαιμοδακής, σαρκοδακής].