ἰσότιμος: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσότιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα [[ίδια]] προνόμια, αυτός που έχει τα [[ίδια]] δικαιώματα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισότιμο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ισοτιμία]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίσος]], [[ισόρροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοτίμως</i> και <i>ισότιμα</i> (Α ἰσοτίμως)<br />με ισότιμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλότιμος]], [[σεμνότιμος]] | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσότιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα [[ίδια]] προνόμια, αυτός που έχει τα [[ίδια]] δικαιώματα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισότιμο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ισοτιμία]]<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίσος]], [[ισόρροπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοτίμως</i> και <i>ισότιμα</i> (Α ἰσοτίμως)<br />με ισότιμο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλότιμος]], [[σεμνότιμος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:02, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, A equal in honour or equal in privilege, Ἀπόλλων (i.e. sharing the honours paid to Zeus) OGI234.25 (Delph., iii B.C.), CR Acad.Inscr.1906.419 (Alabanda); ὁ θεὸς . . ἰσότιμον παρέχι τράπεζαν τοῖς ὁποθενοῦν ἀφικνουμένοις BCH51.73 (Panamara); πίστις 2 Ep.Pet.1.1; οἱ πρῶτοι καὶ ἰσότιμοι Plu.Lys.19, cf. Wilcken Chr.13.10 (i A.D.), Luc.D Mort.24.3, etc.; πόλεις τισί D.Chr.41.2: Comp. ἰσοτιμότεροι, τοῖς κρατοῦσιν Id.39.4; τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, parity of condition Ph.2.246; of a person, maintaining equality of privilege, Hdn.2.4.9. Adv. ἰσοτίμως = in equivalent manner, honoured in like manner, τινάς τισιν ἄγειν Ath.5.177c; ζῶντα δικαίως καὶ ἰσοτίμως OGI544.34 (Ancyra, ii A.D.), cf. CIG4032.5 (ibid.), IGRom.3.195 (ibid.); ἰ. ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους οἱ ὅροι Phlp.in APr.167.14, cf. Alex.Aphr.in Metaph.241.11. 2 generally, equal in value: hence, equal, ἁμάρτημα ἀκούσιον ἰ. ἑκουσίῳ Ph.2.248; τὸ ἰσότιμον δυσέφικτον ἐν ταῖς ἀμοιβαῖς Hdn.2.3.6; ἰσότιμος μάχη evenly balanced, Ael.NA10.1. 3 as title of rank at the Ptolemaic court, τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις PRyl.66 intr., 253 (ii B.C.), Arch.Pap. 6.372.
German (Pape)
[Seite 1267] gleich geehrt, geschätzt, bes. im Staate, von gleichem Range, gleiches Anrecht u. Anspruch auf Aemter u. Ehrenstellen habend; Plut. Lys. 29 Sull. 6 u. öfter; Luc. D. Mort. 24, 3; μέτριος καὶ ἰσότιμος, sich seines Ranges nicht überhebend, Hdn. 2, 4, 18 u. öfter. – Adv., Ath. V, 177 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui jouit d'honneurs égaux, d'une égale condition ; p. ext. à succès égal;
NT: de même valeur ; du même genre.
Étymologie: ἴσος, τιμή.
Russian (Dvoretsky)
ἰσότῑμος:
1 занимающий равное общественное положение, обладающий теми же правами и преимуществами Plut., Luc.;
2 равный по ценности, одинаково драгоценный (πίστις NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσότῑμος: -ον, ἀπολαύων ἴσης τιμῆς, ἔχων τὰ αὐτὰ προνόμια· ὅμοιος, ἰσότιμος ἔσται Μαύσωλος καὶ Διογένης; Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 3, Πλουτ. Λύσ. 19, κτλ.· μέτριος καὶ ἰσ. Ἡρῳδιαν. 2. 4· ἰσ. μάχη, ἴση, ἰσόρροπος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 1· ἰσ. πίστις Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 1: ― τὸ ἰσότιμον = ἰσοτιμία, Ἡρῳδιαν. 2. 3. ― Ἐπίρρ. -μως, Ἀθήν. 177C, Συλλ. Ἐπιγρ. 4031-2.
English (Strong)
from ἴσος and τιμή; of equal value or honor: like precious.
English (Thayer)
ἰσότιμον (ἴσος and τιμή), equally precious; equally honored: τίνι, to be esteemed equal to, ἰσότιμον ἡμῖν πίστιν (a like-precious faith with us), concisely for πίστιν τῇ ἡμῶν πίστει ἰσότιμον (Winer's Grammar, § 66,2f.; Buttmann, § 133,10): Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσότιμος, -ον)
1. αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές και τα ίδια προνόμια, αυτός που έχει τα ίδια δικαιώματα με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. το ισότιμο(ν)
η ισοτιμία
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που έχει ίση αξία με άλλους
αρχ.
1. ίσος, ισόρροπος.
επίρρ...
ισοτίμως και ισότιμα (Α ἰσοτίμως)
με ισότιμο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τιμος (< τιμή), πρβλ. μεγαλότιμος, σεμνότιμος].
Greek Monotonic
ἰσότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που απολαμβάνει ίσες τιμές, ίδια προνόμια, σε Πλούτ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἰσό-τῑμος, ον τιμή
held in equal honour, having the same privileges, Plut., etc.
Chinese
原文音譯:„sÒtimoj 衣所-提摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:相等-價值的
字義溯源:相等價值的,相等信用的,一樣寶貴;由(ἴσος)*=相似)與(τιμή)=價值)組成;而 (τιμή)出自(τίνω)*=付款)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 一樣寶貴(1) 彼後1:1