ἠπειρώτης: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἠπειρώτης:''' ου adj. m, [[ἠπειρῶτις]], ιδος adj. f<br /><b class="num">1</b> [[материковый]] ([[πόλις]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[наземный]], [[сухопутный]] (ναυτικὴ καὶ οὐκ [[ἠπειρῶτις]] [[ξυμμαχία]] Thuc.);<br /><b class="num">3</b> [[азиатский]] (ψυχὴ γυναικῶν Eur.).<br />ου ὁ житель материка Her., Isocr. | |elrutext='''ἠπειρώτης:''' ου adj. m, [[ἠπειρῶτις]], ιδος adj. f<br /><b class="num">1</b> [[материковый]] ([[πόλις]] Her.);<br /><b class="num">2</b> [[наземный]], [[сухопутный]] (ναυτικὴ καὶ οὐκ [[ἠπειρῶτις]] [[ξυμμαχία]] Thuc.);<br /><b class="num">3</b> [[азиатский]] (ψυχὴ γυναικῶν Eur.).<br />ου ὁ [[житель материка]] Her., Isocr. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:05, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, ὁ, fem. ἠπειρῶτις, ιδος,
A landsman, Luc.Ind.19; ἄγειν ἀπειρώταν [ἰχθύν] to treat it as a landsman, Theoc.21.58 (prob. l.); ἵπποι Philostr.Im.1.30.
II Subst. ἠπειρώτης, ὁ, dweller on the mainland, opp. νησιώτης, Hdt.6.49, cf. 1.171, Isoc.4.132: fem. Adj., αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, opp. to those in islands, Hdt.1.151, cf. 7.109, Th.1.5, al.; also ἠπειρῶτις ξυμμαχία alliance with a military power, opp. ναυτική, ib.35, cf. 4.12; πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας Id.6.86.
III Asiatic, ψυχή E.Andr.159: Subst. fem., ib.652.
2 Ἠπειρώτης, Ἠπειρώτου, ὁ, an Epirote, Arist.Fr.494.
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, fem. ἠπειρῶτις, ιδος, ἡ, auf dem Festlande, Gegensatz νησιώτης, Isocr. 4, 132; πόλιες ἠπειρώτιδες, Städte im Binnenlande (im Continent Asien), Gegensatz Küsten- u. Inselstädte, Her. 1, 151. 7, 109; ξυμμαχία ἠπ., im Gegensatz von ναυτική, Thuc. 1, 35; – Gegensatz von θαλάσσιος, 4, 2; – auch = asiatisch, Eur. Andr. 159. 650.
French (Bailly abrégé)
ου;
1 adj. m. de la terre ferme, du continent, continental;
2 subst. habitant de l'Asie, Asiatique ou habitant de l'Épire, Épirote.
Étymologie: ἤπειρος.
Russian (Dvoretsky)
ἠπειρώτης: ου adj. m, ἠπειρῶτις, ιδος adj. f
1 материковый (πόλις Her.);
2 наземный, сухопутный (ναυτικὴ καὶ οὐκ ἠπειρῶτις ξυμμαχία Thuc.);
3 азиатский (ψυχὴ γυναικῶν Eur.).
ου ὁ житель материка Her., Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος, Ι. ἐκ τῆς ξηρᾶς, ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀντίθ. νησιώτης, Ἡροδ. 6. 49, πρβλ. 1. 171· αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἐν ταῖς νήσοις, αὐτόθι 151, πρβλ. 7. 109, Θουκ. 1. 5, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως, ἠπ. ξυμμαχία, συμμαχία μετ᾿ ἠπειρωτικῆς δυνάμεως, ἀντιθ. ναυτική, αὐτόθι 35, πρβλ. 4. 12· πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας ὁ αὐτ. 6. 86. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἤπειρον τῆς Ἀσίας Ἀσιατικός, Εὐρ. Ἀνδρ. 159, 652, Ἱσοκρ. 68Α· πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ, Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177. 2) Ἠπειρώτης, ὁ, κάτοικος τῆς Ἠπείρου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 452, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 19.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις)
1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό
2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῖν... τους δ' ἠπειρώτας δι' ἀφθονίαν της χώρας... περιορῶντας», Ισοκρ.)
3. ως κύρ. όν. ο Ηπειρώτης, η Ηπειρώτισσα
ο κάτοικος της Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειρο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας
2. φρ. «ἠπειρῶτις ξυμμαχία» — συμμαχία με ηπειρωτική δύναμη (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -ώτης, πρβλ. επαρχι-ώτης. Δηλώνει τον κάτοικο της ξηράς σε αντιδιαστολή προς αυτόν τών νησιών και αναφερόταν κυρίως στους κατοίκους της Μικράς Ασίας και της Ηπείρου].
Greek Monotonic
ἠπειρώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, -ιδος,
I. αυτός που προέρχεται από την ξηρά, αυτός που ζει στην ξηρά, ο στεριανός, αντίθ. προς το νησιώτης, σε Ηρόδ.· αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, αντίθ. προς τις πόλεις των νησιών, στον ίδ. κ.λπ.· ἠπειρῶτις ξυμμαχία, συμμαχία με ηπειρωτική δύναμη, αντίθ. προς το ναυτική, σε Θουκ.
II. αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας, ο Ασιατικός, σε Ευρ.
III. ο Ηπειρώτης, ο κάτοικος της Ηπείρου, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἠπειρώτης, ου,
I. of the mainland, living there, opp. to νησιώτης, Hdt.: αἱ ἠπειρώτιδες πόλιες, opp. to those in islands, Hdt., etc.; ἠπ. ξυμμαχία alliance with a military power, opp. to ναυτική, Thuc.
II. of or on the mainland of Asia, Asiatic, Eur.
III. an Epirote, Luc.