φέρτερος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
m (Text replacement - "Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων" to "Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων, κρέσσων, κρείττων")
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρα, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) γενναιότερος ή [[ανώτερος]] σε μια ιεραρχική [[τάξη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[καλύτερος]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>φέρτερον</i><br />καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «φέρτερόν ἐστι» — [[είναι]] καλύτερο, συμφερότερο (<b>Ομ. Ιλ.</b> και <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. <i>φέρ</i>-<i>τερος</i> και <i>φέρ</i>-<i>τατος</i> έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>bher</i>- του ρ. [[φέρω]] με τις κατάλ. -<i>τερος</i> και -<i>τατος</i> του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (<b>πρβλ.</b> <i>βέλ</i>-<i>τερος</i> / -<i>τατος</i>, <i>δεύ</i>-<i>τερος</i> / -<i>τατος</i>, <i>φίλ</i>-<i>τερος</i> / -<i>τατος</i>). Τα επίθ. [[φέρτερος]], [[φέρτατος]] [[καθώς]] και ο [[συγγενής]] τ. [[φέριστος]] αναφέρονται [[κυρίως]] σε πρόσωπα και [[σπανίως]] σε πράγματα και εκφράζουν την [[έννοια]] της υπεροχής σε [[σχέση]] με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική [[δύναμη]], [[γενναιότητα]], ικανότητες, [[αρετή]], [[θέση]] [[μέσα]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]], σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. του ρ. [[φέρω]] «[[μεταφέρω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου» [[αλλά]] και από ειδικότερες σημ. του ρ. όπως: «[[εκλέγω]], [[προτιμώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του τ. <i>φέρτερον</i> «καλύτερα»), «[[παίρνω]] [[βραβείο]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[ἄεθλον]] φέρεσθαι</i>), «[[πλεονεκτώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. <i>φέρειν [[κράτος]]), «[[υπομένω]] [[δυστυχία]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. της φρ. <i>κακῶν φέρτατον</i> «η λιγότερο δυσάρεστη [[μεταξύ]] δύο αρνητικών καταστάσεων»)].
|mltxt=-έρα, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) γενναιότερος ή [[ανώτερος]] σε μια ιεραρχική [[τάξη]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[καλύτερος]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. του ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον<br />καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «φέρτερόν ἐστι» — [[είναι]] καλύτερο, συμφερότερο (<b>Ομ. Ιλ.</b> και <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα επίθ. φέρ-τερος και φέρ-τατος έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ [[ρίζα]] bher- του ρ. [[φέρω]] με τις κατάλ. -τερος και -τατος του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (<b>πρβλ.</b> βέλ-τερος / -τατος, δεύ-τερος / -τατος, φίλ-τερος / -τατος). Τα επίθ. [[φέρτερος]], [[φέρτατος]] [[καθώς]] και ο [[συγγενής]] τ. [[φέριστος]] αναφέρονται [[κυρίως]] σε πρόσωπα και [[σπανίως]] σε πράγματα και εκφράζουν την [[έννοια]] της υπεροχής σε [[σχέση]] με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική [[δύναμη]], [[γενναιότητα]], ικανότητες, [[αρετή]], [[θέση]] [[μέσα]] στην κοινωνική [[ιεραρχία]], σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. του ρ. [[φέρω]] «[[μεταφέρω]], [[παίρνω]] [[μαζί]] μου» [[αλλά]] και από ειδικότερες σημ. του ρ. όπως: «[[εκλέγω]], [[προτιμώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του τ. φέρτερον «καλύτερα»), «[[παίρνω]] [[βραβείο]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[ἄεθλον]] φέρεσθαι), «[[πλεονεκτώ]]» (<b>πρβλ.</b> τη φρ. φέρειν [[κράτος]]), «[[υπομένω]] [[δυστυχία]]» (<b>πρβλ.</b> τη σημ. της φρ. κακῶν φέρτατον «η λιγότερο δυσάρεστη [[μεταξύ]] δύο αρνητικών καταστάσεων»)].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 05:46, 18 May 2023

German (Pape)

[Seite 1262] eigtl. zuträglicher, πολὺ φέρτερόν ἐστι, c. inf., Od. 12, 109; übh. als compar. zu ἀγαθός betrachtet, stärker, tapferer, vortrefflicher, auch dem Range nach vornehmer, mächtiger; oft bei Hom., c. dat., Il. 3, 431 Od. 6, 6, u. c. inf., Od. 5, 170; φέρτερον πατρὸς γόνον Pind. I. 7, 33; Aesch. Prom. 770; εἰς τὸ φέρτερον τίθει τὸ μέλλον Eur. Hel. 352.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
litt. qui l'emporte, d'où plus fort, plus brave, meilleur ; avec un gén. : παῖδα φέρτερον πατρός ESCHL enfant meilleur que son père ; πολὺ φέρτερόν ἐστιν inf. OD il vaut beaucoup mieux.
Étymologie: v. φέρτερος.

English (Autenrieth)

one of the comparatives to ἀγαθός, better, braver, etc.

English (Slater)

φέρτερος, φέρτατος, φέριστος
   a comp., better μηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν (O. 1.7) ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (φερτέρᾳ v. l.) (P. 1.35) πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν (I. 8.32)
   b superl., (φέρτατος, -ον, -ων; -ον nom.: φέριστον nom.)
   I of pers., best, matchless φερτάτων Κρονιδᾶν (O. 9.56) γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν (N. 3.57) ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος (sc. Ζεύς) (N. 10.13) ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν Τελαμών (I. 6.39) δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Ζεύς) (I. 7.5) φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13. b. 5.
   II of things, best, finest λόγων φερτάτων μναμήἰ (P. 5.48) ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b. 2.* πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. add. inf. τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν· ὅτι νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν (O. 7.26)

Greek Monolingual

-έρα, -ον, Α
(ποιητ. τ.) (επίθ. συγκριτ. βαθμού)
1. (για πρόσ.) γενναιότερος ή ανώτερος σε μια ιεραρχική τάξη
2. (για πράγμ.) καλύτερος
3. (η αιτ. του ουδ. ως επίρρ.) φέρτερον
καλύτερα («τέττιγος φέρτερον ᾄδεις», Θεόκρ.)
4. φρ. «φέρτερόν ἐστι» — είναι καλύτερο, συμφερότερο (Ομ. Ιλ. και Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα επίθ. φέρ-τερος και φέρ-τατος έχουν σχηματιστεί από την ΙΕ ρίζα bher- του ρ. φέρω με τις κατάλ. -τερος και -τατος του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού, αντίστοιχα (πρβλ. βέλ-τερος / -τατος, δεύ-τερος / -τατος, φίλ-τερος / -τατος). Τα επίθ. φέρτερος, φέρτατος καθώς και ο συγγενής τ. φέριστος αναφέρονται κυρίως σε πρόσωπα και σπανίως σε πράγματα και εκφράζουν την έννοια της υπεροχής σε σχέση με τους άλλους σε διάφορους τομείς, όπως σωματική δύναμη, γενναιότητα, ικανότητες, αρετή, θέση μέσα στην κοινωνική ιεραρχία, σημασίες που μπορούν να ερμηνευθούν από την κύρια σημ. του ρ. φέρω «μεταφέρω, παίρνω μαζί μου» αλλά και από ειδικότερες σημ. του ρ. όπως: «εκλέγω, προτιμώ» (πρβλ. τη σημ. του τ. φέρτερον «καλύτερα»), «παίρνω βραβείο» (πρβλ. τη φρ. ἄεθλον φέρεσθαι), «πλεονεκτώ» (πρβλ. τη φρ. φέρειν κράτος), «υπομένω δυστυχία» (πρβλ. τη σημ. της φρ. κακῶν φέρτατον «η λιγότερο δυσάρεστη μεταξύ δύο αρνητικών καταστάσεων»)].

Russian (Dvoretsky)

φέρτερος: φέρω - compar. без posit.] лучший, более сильный (βίῃ καὶ χερσί Hom.): φ. νοῆσαι Hom. более сильный разумом; φ. τινος Pind., Aesch.; сильнее (лучше, выше) кого(чего)-л.; εἰς τὸ φέρτερον τιθέναι τι Eur. считать или делать что-л. лучшим.

English (Woodhouse)

(see also: φέρτατος) mightier, stronger

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

better

Alviri-Vidari Vidari: ودرتر‎; Arabic: أَفْضَل‎, أَحْسَن‎; Armenian: ավելի լավ; Assamese: -কৈ ভাল; Basque: hobe; Belarusian: лепшы; Bengali: আরও ভাল, আফজল; Breton: gwell, gwelloc'h; Bulgarian: по-добър; Catalan: millor; Chinese Mandarin: 更好, 比較好的/比较好的, 較好的/较好的; Cornish: gwell; Czech: lepší; Danish: bedre; Dutch: beter; Esperanto: pli bona; Estonian: parem; Faroese: betri; Finnish: parempi; French: meilleur; Friulian: miôr; Galician: mellor; Georgian: უკეთესი, უმჯობესი; German: besser; Gothic: 𐌱𐌰𐍄𐌹𐌶𐌰; Greek: καλύτερος; Ancient Greek: βελτίων, κρείσσων, κρέσσων, κρείττων, καλλίων, βέλτερος, ἀμείνων, λωΐων, λῴων, φέρτερος, ὑπέρτερος; Hindi: बेहतर; Hungarian: jobb; Icelandic: betri; Ido: plu bona, maxim; Interlingua: melior; Irish: níos fearr; Italian: migliore, meglio; Japanese: もっといい, より良い; Karelian: parempi; Korean: 더 좋은; Ladin: miec; Latin: melior, potior; Macedonian: подобар; Malay: lebih baik, lebih bagus; Neapolitan: meglio; Norman: miyeu; Norwegian Bokmål: bedre; Nynorsk: betre; Occitan: melhor; Old English: betera; Persian: بِهتَر‎, بختر‎; Plautdietsch: bäta; Polish: lepszy; Portuguese: melhor; Romani: feder; Romanian: mai bun, mai bine; Romansch: meglier; Russian: лучше, лучший; Sanskrit: श्रेयस्; Sardinian: megnus, mellus; Scottish Gaelic: nas fheàrr; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ље̄; Roman: bȍljē, bolji; Sicilian: megghiu; Slovak: lepší; Slovene: bóljši; Spanish: mejor; Swahili: bora; Swedish: bättre; Thai: ดีกว่า; Turkish: daha iyi; Ukrainian: кращий, лі́пший; Urdu: بہتر‎; Venetian: mejo; Veps: paremba; Vietnamese: tốt hơn, khá hơn, khoẻ hơn; Volapük: gudikum; Võro: parõmb; Walloon: meyeu; Welsh: gwell; Yakut: бэт; Yiddish: בעסער‎