εὔρωστος: Difference between revisions

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyrostos
|Transliteration C=eyrostos
|Beta Code=eu)/rwstos
|Beta Code=eu)/rwstos
|Definition=ον, (ῥώννυμι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stout]], [[strong]], ἱππεῖς <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.3.6</span>, cf.Aen. Tact.<span class="bibl">1.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>56.1</span> (iii B.C.), etc.; στόμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>617b3</span>; εὔρωστος τὸ σῶμα <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>6.1.6</span>; τῷ σώματι <span class="bibl">Isoc.15.116</span> (Sup.); τὰς ψυχάς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Phgn.</span>810a25</span>. Adv. -τως <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>2.24</span>; εὐ. τὸν βίον διάξετε <span class="bibl">Antiph.1</span> D.</span>
|Definition=εὔρωστον, ([[ῥώννυμι]]) [[stout]], [[strong]], ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ [[σῶμα]] X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. [[εὐρώστως]] X.Ages.2.24; εὐρώστως ἅμα τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1096.png Seite 1096]] wohl bei Kräften, gesund u. stark, Hippocr.; Xen. Hell. 4, 3, 6; τὸ [[σῶμα]] 6, 1, 6; τῷ σώματι Isocr. – Adv., Xen. Ag. 2, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1096.png Seite 1096]] wohl bei Kräften, gesund u. stark, Hippocr.; Xen. Hell. 4, 3, 6; τὸ [[σῶμα]] 6, 1, 6; τῷ σώματι Isocr. – Adv., Xen. Ag. 2, 24.
}}
{{ls
|lstext='''εὔρωστος''': -ον, ([[ῥώννυμι]]) ὑγιής, [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· [[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]] [[αὐτόθι]] 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. -τως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Cp.</i> εὐρωστότερος, <i>Sp.</i> εὐρωστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥώννυμι]].
|btext=ος, ον :<br />fort, robuste, vigoureux;<br /><i>Cp.</i> εὐρωστότερος, <i>Sp.</i> εὐρωστότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥώννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔρωστος:''' [[сильный]], [[крепкий]] (τὸ [[σῶμα]] Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''εὔρωστος''': -ον, ([[ῥώννυμι]]) ὑγιής, [[ἰσχυρός]], [[ῥωμαλέος]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· [[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]] [[αὐτόθι]] 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. [[εὐρώστως]], Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔρωστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]] («[[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ψυχικό]] [[σθένος]] («[[εὔρωστος]] τὰς ψυχάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθηρός]], σε καλή [[κατάσταση]] («εύρωστη [[οικονομία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρώννυμι]] «[[δυναμώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>ρρωστος</i>, [[ταχύ]]-<i>ρρωστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔρωστος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]], [[ρωμαλέος]] («[[εὔρωστος]] τὸ [[σῶμα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[ψυχικό]] [[σθένος]] («[[εὔρωστος]] τὰς ψυχάς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανθηρός]], σε καλή [[κατάσταση]] («εύρωστη [[οικονομία]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρώννυμι]] «[[δυναμώνω]]»), [[πρβλ]]. [[άρρωστος]], [[ταχύρρωστος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔρωστος:''' -ον ([[ῥώννυμι]]), [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], γερός, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''εὔρωστος:''' -ον ([[ῥώννυμι]]), [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], γερός, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ξεν.· επίρρ. [[εὐρώστως]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''εὔρωστος:''' сильный, крепкий (τὸ [[σῶμα]] Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).
|mdlsjtxt=εὔρωστος, ον [[ῥώννυμι]]<br />[[stout]], [[strong]], Xen. adv. [[εὐρώστως]], Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=εὔ-ρωστος, ον [[ῥώννυμι]]<br />[[stout]], [[strong]], Xen. adv. -τως, Xen.
|mantxt=(=[[δυνατός]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[ῥώννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρωστος Medium diacritics: εὔρωστος Low diacritics: εύρωστος Capitals: ΕΥΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eúrōstos Transliteration B: eurōstos Transliteration C: eyrostos Beta Code: eu)/rwstos

English (LSJ)

εὔρωστον, (ῥώννυμι) stout, strong, ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ σῶμα X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. εὐρώστως X.Ages.2.24; εὐρώστως ἅμα τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.

German (Pape)

[Seite 1096] wohl bei Kräften, gesund u. stark, Hippocr.; Xen. Hell. 4, 3, 6; τὸ σῶμα 6, 1, 6; τῷ σώματι Isocr. – Adv., Xen. Ag. 2, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fort, robuste, vigoureux;
Cp. εὐρωστότερος, Sp. εὐρωστότατος.
Étymologie: εὖ, ῥώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

εὔρωστος: сильный, крепкий (τὸ σῶμα Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔρωστος: -ον, (ῥώννυμι) ὑγιής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· εὔρωστος τὸ σῶμα αὐτόθι 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. εὐρώστως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔρωστος, -ον)
1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέοςεὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ψυχικό σθένοςεὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ρωστος (< ρώννυμι «δυναμώνω»), πρβλ. άρρωστος, ταχύρρωστος].

Greek Monotonic

εὔρωστος: -ον (ῥώννυμι), υγιής, ρωμαλέος, γερός, δυνατός, ισχυρός, σε Ξεν.· επίρρ. εὐρώστως, στον ίδ.

Middle Liddell

εὔρωστος, ον ῥώννυμι
stout, strong, Xen. adv. εὐρώστως, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=δυνατός). Ἀπό τό εὖ + ῥώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.