πρόσθημα: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(35) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosthima | |Transliteration C=prosthima | ||
|Beta Code=pro/sqhma | |Beta Code=pro/sqhma | ||
|Definition=ατος, τό,= | |Definition=-ατος, τό, = [[προσθήκη]] ([[addition]], [[appendage]], [[supplement]]) I.1, E. ''El.'' 193 (lyr.), [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]'' 3.10.13. = [[πρόσθεμα]] III, Hp. ''Nat. Mul.'' 32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] τό, = [[πρόσθεμα]]; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem [[φόρημα]] entgeggstzt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0766.png Seite 766]] τό, = [[πρόσθεμα]]; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem [[φόρημα]] entgeggstzt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu'on applique;<br /><b>2</b> ce qu'on approche;<br /><b>3</b> ce qu'on ajoute, appendice.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόσθημα -ατος, τό [προστίθημι] [[aanhangsel]], [[toevoeging]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόσθημα:''' ατος τό привесок, украшение (χρύσεα προσθήματα Eur.; οὐ [[φόρημα]], ἀλλὰ π. Xen.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ, και [[πρόσθεμα]] Α [[προστίθημι]]<br />ό,τι προστίθεται σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[φύλλο]] που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό [[φύλλο]] δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το [[πρόσφυμα]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το ανώτερο [[τμήμα]] της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας [[χειρόπτερα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αγροτεμάχιο που προστίθεται με [[αγορά]], [[διαθήκη]], ή άλλον τρόπο σε [[άλλη]] [[έκταση]]<br /><b>3.</b> το [[πέος]]<br /><b>4.</b> [[υπόθετο]] στη [[μήτρα]] ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ πυγιαῖα». | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρόσθημα:''' -ατος, τό, = [[προσθήκη]] I, σε Ευρ., Ξεν. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσθημα''': τό, = [[προσθήκη]] Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. | |lstext='''πρόσθημα''': τό, = [[προσθήκη]] Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[πρόσθημα]], ατος, τό, = [[προσθήκη]] I, Eur., Xen.] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, = προσθήκη (addition, appendage, supplement) I.1, E. El. 193 (lyr.), X.Mem. 3.10.13. = πρόσθεμα III, Hp. Nat. Mul. 32.
German (Pape)
[Seite 766] τό, = πρόσθεμα; Eur. El. 192; bei Xen. Mem. 3, 10, 13 dem φόρημα entgeggstzt.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu'on applique;
2 ce qu'on approche;
3 ce qu'on ajoute, appendice.
Étymologie: προστίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσθημα -ατος, τό [προστίθημι] aanhangsel, toevoeging.
Russian (Dvoretsky)
πρόσθημα: ατος τό привесок, украшение (χρύσεα προσθήματα Eur.; οὐ φόρημα, ἀλλὰ π. Xen.).
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α προστίθημι
ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη
νεοελλ.
1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις
2. γραμμ. το πρόσφυμα
3. ζωολ. το ανώτερο τμήμα της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας χειρόπτερα
αρχ.
1. αγροτεμάχιο που προστίθεται με αγορά, διαθήκη, ή άλλον τρόπο σε άλλη έκταση
3. το πέος
4. υπόθετο στη μήτρα ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς
5. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ πυγιαῖα».
Greek Monotonic
πρόσθημα: -ατος, τό, = προσθήκη I, σε Ευρ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσθημα: τό, = προσθήκη Ι, Εὐρ. Ἠλ. 191, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13.