στεγάζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stegazo | |Transliteration C=stegazo | ||
|Beta Code=stega/zw | |Beta Code=stega/zw | ||
|Definition== [[στέγω]], [[cover]], ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα | |Definition== [[στέγω]], [[cover]], ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.1.33; <b class="b3">τὸ στεγάζον</b>, of the body [[which covers]] the soul, Epicur.''Ep.''1p.21U., cf.pp.8,20 U. (Pass.); [[roof]] a building, ''IG''22.1046.16 (i B.C.), [[LXX]] ''2 Ch.''34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις ''OGI''483.126 (Pergam., ii A.D.): metaph., στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3; <b class="b3">ὕπνος σ. τινά</b> [[covers]], [[embraces]], S.''El.''781:—Pass., στεγάζεσθαι τῇ γῇ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.12.3, cf. X.''Oec.''19.13; <b class="b3">πλοῖον ἐστεγασμένον</b> a [[decked]] vessel, Antipho 5.22; <b class="b3">ἵνα στεγασθῇ</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τὰ χώματα</b>) [[be rendered water-tight]], ''PSI''5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη [[roofed]], PCair.Zen.251.7 (iii B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=couvrir, envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[στέγη]]. | |btext=[[couvrir]], [[envelopper]].<br />'''Étymologie:''' [[στέγη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=στεγάζω [στέγη] bedekken:. ὥστ’ οὔτε νυκτὸς ὕπνον οὔτ’ ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν zodat noch’s nachts noch overdag zoete slaap me bedekte Soph. El. 781. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Ἀπό τό οὐσ. [[στέγη]] πού παράγεται ἀπό τό [[ρῆμα]] [[στέγω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[στέγασις]], [[στέγασμα]], [[στεγαστέον]], [[στεγαστήρ]] (=κεραμίδι), [[στεγαστής]], [[στεγαστός]], [[ἀστέγαστος]], [[στέγαστρον]] (=[[σκέπασμα]]). | |mantxt=Ἀπό τό οὐσ. [[στέγη]] πού παράγεται ἀπό τό [[ρῆμα]] [[στέγω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[στέγασις]], [[στέγασμα]], [[στεγαστέον]], [[στεγαστήρ]] (=[[κεραμίδι]]), [[στεγαστής]], [[στεγαστός]], [[ἀστέγαστος]], [[στέγαστρον]] (=[[σκέπασμα]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:15, 25 August 2023
English (LSJ)
= στέγω, cover, ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα X.Cyr.7.1.33; τὸ στεγάζον, of the body which covers the soul, Epicur.Ep.1p.21U., cf.pp.8,20 U. (Pass.); roof a building, IG22.1046.16 (i B.C.), LXX 2 Ch.34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις OGI483.126 (Pergam., ii A.D.): metaph., στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3; ὕπνος σ. τινά covers, embraces, S.El.781:—Pass., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Thphr. CP 1.12.3, cf. X.Oec.19.13; πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho 5.22; ἵνα στεγασθῇ (sc. τὰ χώματα) be rendered water-tight, PSI5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη roofed, PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 931] = στέγω, bedecken; ὕπνον ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., Xen. Oec. 19, 13; πλοῖον ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.
French (Bailly abrégé)
couvrir, envelopper.
Étymologie: στέγη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεγάζω [στέγη] bedekken:. ὥστ’ οὔτε νυκτὸς ὕπνον οὔτ’ ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν zodat noch’s nachts noch overdag zoete slaap me bedekte Soph. El. 781.
Russian (Dvoretsky)
στεγάζω:
1 прикрывать, покрывать (τὰ σώματα Xen.): ἐστεγασμένος τὸ ἄνω Xen. прикрытый сверху;
2 (о сне), окутывать, обнимать, (τινά Soph.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ στέγη / στέγος
κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῖς Ἰούδα», ΠΔ
γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.)
νεοελλ.
1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα («οι πρόσφυγες θα στεγαστούν πολύ σύντομα»)
2. μτφ. περιθάλπω, προστατεύω
αρχ.
1. (γενικά) καλύπτω, σκεπάζω, προστατεύω («αἱ ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα», Ξεν.)
2. (για τον ύπνο) καταλαμβάνω κάποιον («ὥστ' οὔτε νυκτὸς ὕπνον, οὔτ' ἐξ ἡμέρας ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν», Σοφ.)
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ στεγάζον
το σώμα θεωρούμενο ότι περιβάλλει την ψυχή
4. φρ. α) «πλοῖον ἐστεγασμένον» — πλοίο με κατάστρωμα
β) «στεγάζονται τὰ χώματα» — τα χώματα γίνονται στεγανά, αδιαπέραστα από το νερό.
Greek Monotonic
στεγάζω: μέλ. -άσω, = στέγω, καλύπτω, σκεπάζω, ταβανώνω, σε Ξεν.· μεταφ., ὕπνοςστεγάζει τινά, τον σκεπάζει, τον αγκαλιάζει, τον τυλίγει, σε Σοφ. — Παθ., πλοῖον ἐστεγασμένον, πλοίο που βρίσκεται στο νεώριο, ναύσταθμο, σε Αντιφών.
Greek (Liddell-Scott)
στεγάζω: μελλ. -άσω, = στέγω, σκεπάζω, ἀσπίδες τὰ σώματα στεγάζουσι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 32· τὸ στεγάζον, ἐπὶ τοῦ σώματος ὅπερ σκεπάζει τὴν ψυχήν, Διογ. Λ. 10. 65· καλύπτω διὰ στέγης οἰκοδόμημά τι, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2056g, κ. ἀλλ.· μεταφορ., ὕπνος στ. τινα, καλύπτει, περιλαμβάνει, Σοφ. Ἠλ. 817. - Παθ., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Θεοφρ. π. Φύτ. Ἱστ. 1. 12, 3. πλοῖον ἐστεγασμένον, ἔχον κατάστρωμα, Ἀντιφῶν 132. 8, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 13.
Middle Liddell
= στέγω
to cover, Xen.: metaph., ὕπνος στ. τινά covers, embraces one, Soph.:—Pass., πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό οὐσ. στέγη πού παράγεται ἀπό τό ρῆμα στέγω.
Παράγωγα: στέγασις, στέγασμα, στεγαστέον, στεγαστήρ (=κεραμίδι), στεγαστής, στεγαστός, ἀστέγαστος, στέγαστρον (=σκέπασμα).