συναγωγός: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synagogos | |Transliteration C=synagogos | ||
|Beta Code=sunagwgo/s | |Beta Code=sunagwgo/s | ||
|Definition= | |Definition=συναγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[bringing together]], [[uniting]], Democr.164; ἀμφοῖν Pl.''Ti.''31c; <b class="b3">δεσμοὶ φιλίας σ.</b> Id.''Prt.''322c; τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Plu.2.632e; [[comprehensive]], of the general, David''Proll.''165.11: abs., S.E.''M.''9.10, etc.<br><span class="bld">2</span> [[collecting]], ἡ σ. [μέλιτος] μέλιττα Ph.2.255.<br><span class="bld">3</span> Subst., = [[συναγωγεύς]] ''1'', [[convener]] of a [[σύνοδος]], ''Sammelb.''12 (i A.D.), al.<br><span class="bld">II</span> [[living together]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[συνέστιοι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσθαι Tim. 31 c; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0996.png Seite 996]] versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσθαι Tim. 31 c; Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui rassemble, qui réunit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui rassemble, qui réunit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνᾰγωγός -όν [συνάγω] [[samenbrengend]], [[verenigend]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνᾰγωγός:''' 3, Sext. тж. 2 соединяющий (δεσμοὶ [[φιλίας]] συναγωγοί Plat.): σ. [[αἰτία]] Sext. связующее начало. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-όν, Α<br />[[συνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] [[μέλισσα]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέει, που ενώνει («[[λόγος]] φιλίας [[συναγωγός]]», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-όν, Α<br />[[συνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] [[μέλισσα]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέει, που ενώνει («[[λόγος]] φιλίας [[συναγωγός]]», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[συναγωγός]]<br />αυτός που συγκαλεί [[συνέλευση]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνᾰγωγός:''' -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, [[ενωτικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''συνᾰγωγός:''' -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, [[ενωτικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνᾰγωγός''': -όν, ὁ ἄγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ἑνώνων, συνδέων, ἀμφοῖν Πλάτ. Τίμ. 31C· δεσμοὶ φιλίας σ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 322· τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Πλούτ. 2. 632Ε. ― ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 10, κτλ. ΙΙ. ὁ ζῶν [[ὁμοῦ]], [[συναγελαστικός]], Φίλων 2. 255. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνέστιοι· συναγωγοί, ὁμοτράπεζοι». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=συν-ᾰγωγός, όν<br />[[bringing]] [[together]], uniting, Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
συναγωγόν,
A bringing together, uniting, Democr.164; ἀμφοῖν Pl.Ti.31c; δεσμοὶ φιλίας σ. Id.Prt.322c; τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Plu.2.632e; comprehensive, of the general, DavidProll.165.11: abs., S.E.M.9.10, etc.
2 collecting, ἡ σ. [μέλιτος] μέλιττα Ph.2.255.
3 Subst., = συναγωγεύς 1, convener of a σύνοδος, Sammelb.12 (i A.D.), al.
II living together, Hsch. s.v. συνέστιοι.
German (Pape)
[Seite 996] versammelnd, verbindend; φιλίας συναγωγοί Plat. Prot. 322 c; δεσμὸν ἐν μέσῳ δεῖ τινα ἀμφοῖν ξυναγωγὸν γίγνεσθαι Tim. 31 c; Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rassemble, qui réunit, gén..
Étymologie: συνάγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνᾰγωγός -όν [συνάγω] samenbrengend, verenigend.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγωγός: 3, Sext. тж. 2 соединяющий (δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί Plat.): σ. αἰτία Sext. связующее начало.
Greek Monolingual
-όν, Α
συνάγω
1. αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] μέλισσα», Φίλ.)
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («λόγος φιλίας συναγωγός», Δίων Χρυσ.)
3. αυτός που ζει μαζί με κάποιον
4. το αρσ. ως ουσ. ὁ συναγωγός
αυτός που συγκαλεί συνέλευση.
Greek Monotonic
συνᾰγωγός: -όν, αυτός που συγκεντρώνει, που συνδέει, που συνενώνει, ενωτικός, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγωγός: -όν, ὁ ἄγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ἑνώνων, συνδέων, ἀμφοῖν Πλάτ. Τίμ. 31C· δεσμοὶ φιλίας σ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 322· τὸ σ. ἀνθρώπων εἰς εὔνοιαν Πλούτ. 2. 632Ε. ― ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 10, κτλ. ΙΙ. ὁ ζῶν ὁμοῦ, συναγελαστικός, Φίλων 2. 255. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνέστιοι· συναγωγοί, ὁμοτράπεζοι».