πυγαῖος: Difference between revisions

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pygaios
|Transliteration C=pygaios
|Beta Code=pugai=os
|Beta Code=pugai=os
|Definition=α, ον, (πυγή) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[on the rump]]: </span><span class="sense"><span class="bld">I</span> <b class="b3">τὸ π</b>.,= <b class="b3">ἡ πυγή</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Art.</span>57</span>,<span class="bibl">78</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>620a15</span>: pl., <span class="bibl">Archipp.41</span> ([[si vera lectio|s.v.l.]]), <span class="bibl">Sor.1.102</span>, Dsc. <span class="title">Eup.</span>2.56, Hsch., Phot.; <b class="b3">τὸ π. ἄκρον</b>, of a bird, <span class="bibl">Hdt.2.76</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[πυγαῖα]], [[τά]], in Architecture,= [[σπεῖρα]], [[base of a column]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[κατάπυγος]], Suid. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> v. [[πυγλίον]].</span>
|Definition=α, ον, ([[πυγή]])<br><span class="bld">A</span> of or [[on the rump]]:<br><span class="bld">I</span> <b class="b3">τὸ π.</b>, = <b class="b3">ἡ πυγή</b>, Hp. ''Art.''57,78, Arist.''HA''620a15: pl., Archipp.41 ([[si vera lectio|s.v.l.]]), Sor.1.102, Dsc. ''Eup.''2.56, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.; <b class="b3">τὸ π. ἄκρον</b>, of a bird, Hdt.2.76.<br><span class="bld">II</span> [[πυγαῖα]], τά, in Architecture, = [[σπεῖρα]], [[base of a column]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> = [[κατάπυγος]], Suid.<br><span class="bld">IV</span> v. [[πυγλίον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.
|elnltext=πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡγαῖος Medium diacritics: πυγαῖος Low diacritics: πυγαίος Capitals: ΠΥΓΑΙΟΣ
Transliteration A: pygaîos Transliteration B: pygaios Transliteration C: pygaios Beta Code: pugai=os

English (LSJ)

α, ον, (πυγή)
A of or on the rump:
I τὸ π., = ἡ πυγή, Hp. Art.57,78, Arist.HA620a15: pl., Archipp.41 (s.v.l.), Sor.1.102, Dsc. Eup.2.56, Hsch., Phot.; τὸ π. ἄκρον, of a bird, Hdt.2.76.
II πυγαῖα, τά, in Architecture, = σπεῖρα, base of a column, Hsch.
III = κατάπυγος, Suid.
IV v. πυγλίον.

German (Pape)

[Seite 813] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον ἄκρον, der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = πυγή, Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst σπεῖρα, VLL. – Nach Suid. auch = κατάπυγος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
des fesses ; τὸ πυγαῖον ἄκρον croupion.
Étymologie: πυγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.

Greek Monolingual

-α, -ο / πυγαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία
βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης
νεοελλ.
το ουδ. εν. ως ουσ. το πυγαίο(ν)
στρ. το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα πυροβόλου
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ο ακόλαστος, ο κίναιδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυγαῖον
η πυγή
3. (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ πυγαία και τὰ πυγαῖα
η περιοχή του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγοραίος)].

Greek Monotonic

πῡγαῖος: -α, -ον (πυγή), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στον γλουτό· τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, γλουτός, πισινός, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πῡγαῖος: -α, -ον, (πυγή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. ἄκρον, ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - ὡσαύτως ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ σπεῖρα· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν ὀστοῦν» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «πυγαῖος, ὁ ἀκόλαστος» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.

Middle Liddell

πῡγαῖος, η, ον πυγή
of or on the rump: τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, the rump, Hdt.