ῥαγδαῖος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ragdaios | |Transliteration C=ragdaios | ||
|Beta Code=r(agdai=os | |Beta Code=r(agdai=os | ||
|Definition=α, ον, (ῥάγδην) < | |Definition=α, ον, ([[ῥάγδην]])<br><span class="bld">A</span> [[furious]], [[violent]], of rain-storms, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''349a6, ''Aud.''803a5, Plu.''Tim.''28, Luc.''Tim.''3; of lightning, Philostr.''Im.''1.14. Adv. [[ῥαγδαίως]] Aristid.Quint.2.11.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[raging]], [[furious]], Telecl.30, Ar.''Fr.''243, Antiph.7; ὡς ῥ. ἐξελήλυθεν Diph.67; ῥ. ἐν τοῖς ἀγῶσι Plu.''Pel.''1: <b class="b3">τὸ ῥ.</b> [[violence]], Id.2.447a, 456c. Adv. [[ῥαγδαίως]] [[violently]], ἀναχεῖν Dsc.2.74; [[ὕειν]], metaph. of a talkative woman, Lib.''Decl.''26.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />véhément, impétueux <i>en parl. du vent, de la pluie, etc. ; en parl. de pers.</i> furieux ; τὸ ῥαγδαῖον PLUT violence.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάγδος]]. | |btext=α, ον :<br />véhément, impétueux <i>en parl. du vent, de la pluie, etc. ; en parl. de pers.</i> furieux ; τὸ ῥαγδαῖον PLUT violence.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάγδος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥαγδαῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[стремительный]], [[неукротимый]] (ἐν τοῖς ἀγῶσι Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[сильный]], [[проливной]] (ὄμβροι Plut.; [[ὑετός]] Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / ῥαγδαῖος, -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με [[σφοδρότητα]] και σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ισχυρός]], [[καταρρακτώδης]] (α. «ραγδαία [[βροχή]]» β. «ῥαγδαῖον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει [[γρήγορα]] και [[ξαφνικά]] (α. «ραγδαία [[πτώση]] τών τιμών» β. «ραγδαία [[εξέλιξη]] της νόσου»)<br /><b>2.</b> [[ακάθεκτος]] και [[βίαιος]] («ραγδαία [[καταδίωξη]] τών ληστών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[μανιώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαγδαῖον</i><br />[[ορμή]], [[σφοδρότητα]], [[βιαιότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ραγδαίως</i>/ <i>ῥαγδαίως</i>, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν<br />με [[σφοδρότητα]] ή [[ορμητικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη [[γυναίκα]] <b>(Λιβάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[ῥάγδην]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=-α, -ο / ῥαγδαῖος, -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με [[σφοδρότητα]] και σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ισχυρός]], [[καταρρακτώδης]] (α. «ραγδαία [[βροχή]]» β. «ῥαγδαῖον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει [[γρήγορα]] και [[ξαφνικά]] (α. «ραγδαία [[πτώση]] τών τιμών» β. «ραγδαία [[εξέλιξη]] της νόσου»)<br /><b>2.</b> [[ακάθεκτος]] και [[βίαιος]] («ραγδαία [[καταδίωξη]] τών ληστών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[μανιώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαγδαῖον</i><br />[[ορμή]], [[σφοδρότητα]], [[βιαιότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ραγδαίως</i>/ <i>ῥαγδαίως</i>, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν<br />με [[σφοδρότητα]] ή [[ορμητικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη [[γυναίκα]] <b>(Λιβάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[ῥάγδην]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[μοιραῖος]]). Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥαγδαῖος:''' -α, -ον ([[ῥάγδην]]), [[σφοδρός]], [[βίαιος]], [[ορμητικός]], σε Πλούτ., Λουκ. | |lsmtext='''ῥαγδαῖος:''' -α, -ον ([[ῥάγδην]]), [[σφοδρός]], [[βίαιος]], [[ορμητικός]], σε Πλούτ., Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥαγδαῖος]], η, ον [[ῥάγδην]]<br />[[tearing]], [[furious]], Plut., Luc. | |mdlsjtxt=[[ῥαγδαῖος]], η, ον [[ῥάγδην]]<br />[[tearing]], [[furious]], Plut., Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:21, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, (ῥάγδην)
A furious, violent, of rain-storms, Arist.Mete.349a6, Aud.803a5, Plu.Tim.28, Luc.Tim.3; of lightning, Philostr.Im.1.14. Adv. ῥαγδαίως Aristid.Quint.2.11.
2 of persons, raging, furious, Telecl.30, Ar.Fr.243, Antiph.7; ὡς ῥ. ἐξελήλυθεν Diph.67; ῥ. ἐν τοῖς ἀγῶσι Plu.Pel.1: τὸ ῥ. violence, Id.2.447a, 456c. Adv. ῥαγδαίως violently, ἀναχεῖν Dsc.2.74; ὕειν, metaph. of a talkative woman, Lib.Decl.26.22.
German (Pape)
[Seite 830] reißend, bes. vom Sturm u. Platzregen, ὄμβροι, Plut. plac. phil. 4, 1 u. oft; ὑετός, Luc. Tim. 3 u. öfter; auch vom Blitze, Jac. Philostr. imag. p. 273; vom Lauf, τὸ ῥαγδαῖον καὶ τὸ σφοδρόν, Plut. de virt. moral. 7; vom Hauche, de cohib. ira 6; – übertr., heftig, hitzig, leidenschaftlich; Antiphan. in VLL.; Diphil. bei Phot. lex.; Plut. Pelop. 1; Clem. Al. u. a. Sp.; – ῥαγδαιοτέρως, E. M. 807, 28.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
véhément, impétueux en parl. du vent, de la pluie, etc. ; en parl. de pers. furieux ; τὸ ῥαγδαῖον PLUT violence.
Étymologie: ῥάγδος.
Russian (Dvoretsky)
ῥαγδαῖος:
1 стремительный, неукротимый (ἐν τοῖς ἀγῶσι Plut.);
2 сильный, проливной (ὄμβροι Plut.; ὑετός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥαγδαῖος: -α, -ον, (ῥάγδην) ὡς καὶ νῦν, ὁρμητικός, βίαιος, σφοδρός, ἰσχυρός, ἀθρόος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 17, π. Ἀκουστ. 45, Διόδ. 2. 27, Πλουτ. Τιμολ. 28, Λουκ. Τίμ. 3· ἐπὶ ἀστραπῆς, Wessel. εἰς Διόδ. 1. 141, Jac. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 273· ἐπὶ ποτοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 185. 2) ἐπὶ προσώπων, σφοδρός, βίαιος, μανιώδης, Τηλεκλείδης ἐν «Πρυτάνεσι» 7, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 37, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 7· ὡς ῥ. ἐξελήλυθεν Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 2· ῥ. ἐν τοῖς ἀγῶσι Πλουτ. Πελοπ 1· - τὸ ῥαγδαῖον, τὸ βίαιον, Πλούτ. 2. 447Α, 456C. - Ἐπίρρ. ῥαγδαίως, ὑετὸς ῥαγδαίως φερόμενος Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 46.
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥαγδαῖος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῖον ὕδωρ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
συνεκδ.
1. αυτός που συμβαίνει γρήγορα και ξαφνικά (α. «ραγδαία πτώση τών τιμών» β. «ραγδαία εξέλιξη της νόσου»)
2. ακάθεκτος και βίαιος («ραγδαία καταδίωξη τών ληστών»)
αρχ.
1. (για πρόσ.) ορμητικός, βίαιος, μανιώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαγδαῖον
ορμή, σφοδρότητα, βιαιότητα.
επίρρ...
ραγδαίως/ ῥαγδαίως, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν
με σφοδρότητα ή ορμητικότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γρήγορα
αρχ.
φρ. «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη γυναίκα (Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. ῥάγδην (< ῥήγνυμι) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραῖος). Η σύνδεση του τ. με το ρ. ῥάσσω «χτυπώ» οφείλεται σε παρετυμολογία].
Greek Monotonic
ῥαγδαῖος: -α, -ον (ῥάγδην), σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, σε Πλούτ., Λουκ.