συνεπηχέω: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synepicheo | |Transliteration C=synepicheo | ||
|Beta Code=sunephxe/w | |Beta Code=sunephxe/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[join in singing]], [[join in a chorus]], ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.3.58, cf. 7.1.25; κορυφαίου κατάρξαντος σ. πᾶς ὁ χορός Arist.''Mu.''399a15; συνεπήχουν πρὸς τὸ ἐνδόσιμον Max.Tyr.7.7: metaph., [[chime in with]], Ph.1.321, Plu.2.44c, Them.''Or.''18.218a.<br><span class="bld">II</span> [[re-echo]], οἶκος Luc.''Dom.''3, cf. J.''AJ''12.9.4, D.C.66.22.<br><span class="bld">III</span> Pass., to [[be sounded at the same time]], <b class="b3">τῶν ἡμιφώνων τι -εφηχεῖται</b> (sic) Phld.''Po.''2.16. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
A join in singing, join in a chorus, ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν X.Cyr.3.3.58, cf. 7.1.25; κορυφαίου κατάρξαντος σ. πᾶς ὁ χορός Arist.Mu.399a15; συνεπήχουν πρὸς τὸ ἐνδόσιμον Max.Tyr.7.7: metaph., chime in with, Ph.1.321, Plu.2.44c, Them.Or.18.218a.
II re-echo, οἶκος Luc.Dom.3, cf. J.AJ12.9.4, D.C.66.22.
III Pass., to be sounded at the same time, τῶν ἡμιφώνων τι -εφηχεῖται (sic) Phld.Po.2.16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 chanter tous ensemble en chœur ; particul. approuver par des applaudissements unanimes;
2 faire écho, résonner.
Étymologie: σύν, ἐπηχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επηχέω mede laten weerklinken, in koor zingen. van plaatsen laten weergalmen, echoën.
German (Pape)
mit, zugleich, zusammen dabei tönen, rufen, wiederhallen; Xen. Cyr. 3.3.58, 7.1.25; Sp., wie Plut. de audit. 8; Luc. dom. 3 οἶκος συνεπηχῶν ὥσπερ τὰ ἄντρα.
Russian (Dvoretsky)
συνεπηχέω:
1 откликаться, подхватывать, вторить (πᾶς ὁ χορὸς συνεπηχεῖ Arst.; ἐξῆρχε παιᾶνα, sc. ὁ Κῦρος, συνεπήχησε δὲ πᾶς ὁ στρατός Xen.);
2 звучать в ответ, давать отголосок (ὥσπερ τὰ ἄντρα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπηχέω: ὁμοῦ ἠχῶ, συνοδεύω παιᾶνα μὲ τὸν ἦχον τῆς φωνῆς μου, συμψάλλω, ὁ μὲν ἐξῆρχε παιᾶνα, οἱ δὲ πάντες συνεπήχησαν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58, πρβλ. 7. 1, 25· κορυφαίου κατάρξαντος συνεπηχεῖ πᾶς ὁ χορὸς ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 20· ― μεταφ., ἀποτελῶ συνήχησιν, συμφωνίαν μετά τινος, Πλούτ. 2. 44D, Θεμίστ. 218Α. ΙΙ. ἀντηχῶ, ἀντιλαλῶ, οἴκων ὁ κάλλιστος ἐς ὑποδοχὴν λόγων ἀναπεπταμένος... ἠρέμα καὶ αὐτὸς ὥσπερ τὰ ἄντρα συνεπηχῶν Λουκ. π. Οἴκ. 3, πρβλ. Δίωνα Κ. 66. 22, κλπ.
Greek Monotonic
συνεπηχέω: μέλ. -ήσω,
I. τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μαζί με άλλους ή συμμετέχω σε χορικό άσμα, π.χ. σε παιάνα, σε Ξεν.
II. συνηχώ, αντηχώ, αντιλαλώ σε κάτι, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to join in a chant or chorus, Xen.
II. to resound with a thing, Luc.