φοινίκινος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikinos
|Transliteration C=foinikinos
|Beta Code=foini/kinos
|Beta Code=foini/kinos
|Definition=[νῑ], η, ον, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> φοῖνιξ B. 11) = [[φοινικήϊος]] 1, <b class="b2">of the date-palm</b>, <b class="b3">φ. μύρον</b> [[palm]]-unguent, <span class="bibl">Antiph.106.4</span>; <b class="b3">οἶνος ὁ φ</b>. [[palm]]-wine, <span class="bibl">Ephipp. 24</span>; without <b class="b3">οἶνος</b>, <span class="bibl">Id.8.2</span>; φ. καρποί <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>5.11</span> (i A.D.); <b class="b3">φοινικίνη, ἡ,</b> name of a plaster, Gal.13.375. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> <b class="b2">made of palm-wood</b>, <span class="bibl">Ath.Mech. 17.14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">Φοινίκινος, η, ον,</b> [[Phoenician]], ἡ Φ. νόσος [[elephantiasis]], Gal.19.153.</span>
|Definition=[νῑ], η, ον,<br><span class="bld">A</span> (φοῖνιξ B. 11) = [[φοινικήϊος]] 1, [[of the date-palm]], <b class="b3">φ. μύρον</b> [[palm]]-unguent, Antiph.106.4; <b class="b3">οἶνος ὁ φ.</b> [[palm]]-wine, Ephipp. 24; without [[οἶνος]], Id.8.2; φ. καρποί ''PHamb.''5.11 (i A.D.); <b class="b3">φοινικίνη, ἡ,</b> name of a plaster, Gal.13.375.<br><span class="bld">b</span> [[made of palm-wood]], Ath.Mech. 17.14.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">Φοινίκινος, η, ον,</b> [[Phoenician]], ἡ Φ. νόσος [[elephantiasis]], Gal.19.153.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; [[οἶνος]], Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne [[οἶνος]], Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = [[φοινίκεος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1295.png Seite 1295]] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; [[οἶνος]], Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne [[οἶνος]], Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = [[φοινίκεος]].
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de palmier : [[οἶνος]] vin de palmier <i>ou</i> de dattes.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]².
}}
{{elru
|elrutext='''φοινίκινος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] III] пальмовый ([[οἶνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινίκῐνος''': -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ [[αὐτοῦ]], μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· [[οἶνος]] ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[οἶνος]], φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. [[νόσος]], ἡ [[ἐλεφαντίασις]], «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 ([[ἔνθα]] Φοινικίη [[νόσος]]).
|lstext='''φοινίκῐνος''': -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ [[αὐτοῦ]], μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· [[οἶνος]] ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[οἶνος]], φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. [[νόσος]], ἡ [[ἐλεφαντίασις]], «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 ([[ἔνθα]] Φοινικίη [[νόσος]]).
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de palmier : [[οἶνος]] vin de palmier <i>ou</i> de dattes.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]².
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από το [[δέντρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς [[αυτού]] του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φοινίκινος]]<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]]) [[κρασί]] από τους καρπούς του δένδρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -οίνικος «[[είδος]] δέντρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].<br /><b>(II)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φοινικίνη</i><br />[[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικίνη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[δάφνινος]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την [[ασθένεια]] [[ελεφαντίαση]] λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την [[ασθένεια]] αυτή].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br />αυτός που προέρχεται από το [[δέντρο]] [[φοίνικας]] (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς [[αυτού]] του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[ξύλο]] του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[φοινίκινος]]<br />(με ή [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]]) [[κρασί]] από τους καρπούς του δένδρου [[φοίνικας]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (III), -οίνικος «[[είδος]] δέντρου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].<br /><b>(II)</b><br />-ίνη, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη [[Φοινίκη]], [[φοινικικός]] (Ι)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ φοινικίνη</i><br />[[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φοινικίνη [[νόσος]]»<br /><b>ιατρ.</b> η [[ελεφαντίαση]] (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[δάφνινος]]). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την [[ασθένεια]] [[ελεφαντίαση]] λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την [[ασθένεια]] αυτή].
}}
}}
{{elru
{{elmes
|elrutext='''φοινίκινος:''' (νῑ) [[φοῖνιξ]] III] пальмовый ([[οἶνος]] Plut.).
|esmgtx=-ον [[purpúreo]] εἰλήσας φοινικίνῳ δέρματι καὶ ἀπαρτήσας (τὸ φυλακτήριον) φόρει περὶ τὸν τράχηλον <b class="b3">envolviéndolo en un pergamino purpúreo y colgándote el amuleto llévalo alrededor del cuello</b> P IV 2703 δήσας (τὸν χάρτην) ἅμματι φοινικίνῳ <b class="b3">ata el rollo de papiro con una cinta purpúrea</b> P V 388
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίκῐνος Medium diacritics: φοινίκινος Low diacritics: φοινίκινος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΝΟΣ
Transliteration A: phoiníkinos Transliteration B: phoinikinos Transliteration C: foinikinos Beta Code: foini/kinos

English (LSJ)

[νῑ], η, ον,
A (φοῖνιξ B. 11) = φοινικήϊος 1, of the date-palm, φ. μύρον palm-unguent, Antiph.106.4; οἶνος ὁ φ. palm-wine, Ephipp. 24; without οἶνος, Id.8.2; φ. καρποί PHamb.5.11 (i A.D.); φοινικίνη, ἡ, name of a plaster, Gal.13.375.
b made of palm-wood, Ath.Mech. 17.14.
II Φοινίκινος, η, ον, Phoenician, ἡ Φ. νόσος elephantiasis, Gal.19.153.

German (Pape)

[Seite 1295] 1) vom Palmbaume od. seiner Frucht; οἶνος, Palmwein, Plut. Symp. 3, 2,1; auch ohne οἶνος, Ephipp. com. bei Ath. I, 29 d, nach Mein. – 2) = φοινίκεος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de palmier : οἶνος vin de palmier ou de dattes.
Étymologie: φοῖνιξ².

Russian (Dvoretsky)

φοινίκινος: (νῑ) φοῖνιξ III] пальмовый (οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκῐνος: -η, -ον, (φοῖνιξ Β. ΙΙ) = φοινικήιος, ὁ ἐκ φοίνικος, ἐκ τοῦ δένδρου φοίνικος ἢ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ, μύρῳ… φοινικίνῳ, ἐκ τοῦ φοίνικος παρασκευαζομένῳ, Ἀντιφάνης ἐν «Θορικίοις» 1. 4· οἶνος ὁ φ., ἐκ τοῦ φοίνικος λαμβανόμενος, Ἔφιππος ἐν Ἀδήλ. 3· καὶ ἄνευ τοῦ οἶνος, φοινικίνου βῑκός τις ὑπανεῴγνυτο ὁ αὐτ. ἐν «Ἐφήβοις» 1. ΙΙ. Φοινίκινος, η, ον, ἡ Φ. νόσος, ἡ ἐλεφαντίασις, «ἡ κατὰ Φοινίκην καὶ κατὰ τὰ ἄλλα ἀνατολικὰ μέρη πλεονάζουσα» Γαλην. Ἱπποκρ. γλώσσ. ἐξήγ. 592 (ἔνθα Φοινικίη νόσος).

Spanish

purpúreo

Greek Monolingual

(I)
-ίνη, -ον, Α
αυτός που προέρχεται από το δέντρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται από τους καρπούς αυτού του δέντρου («μύρῳ... φοινικίνῳ», Αντιφάν.)
2. ο κατασκευασμένος από ξύλο του παραπάνω δέντρου
3. το αρσ. ως ουσ.φοινίκινος
(με ή χωρίς τη λ. οἶνος) κρασί από τους καρπούς του δένδρου φοίνικας (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δέντρου» + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].
(II)
-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φοινικίνη
ονομασία επιδέσμου
3. φρ. «φοινικίνη νόσος»
ιατρ. η ελεφαντίαση (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφνινος). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε για την ασθένεια ελεφαντίαση λόγω του χρώματος του δέρματος όσων πάσχουν από την ασθένεια αυτή].

Léxico de magia

-ον purpúreo εἰλήσας φοινικίνῳ δέρματι καὶ ἀπαρτήσας (τὸ φυλακτήριον) φόρει περὶ τὸν τράχηλον envolviéndolo en un pergamino purpúreo y colgándote el amuleto llévalo alrededor del cuello P IV 2703 δήσας (τὸν χάρτην) ἅμματι φοινικίνῳ ata el rollo de papiro con una cinta purpúrea P V 388