φιλομαθής: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filomathis
|Transliteration C=filomathis
|Beta Code=filomaqh/s
|Beta Code=filomaqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fond of learning]], [[eager after knowledge]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>67b</span>, <span class="bibl">82d</span>, al.; [[ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής]] = [[if you are studious, you will become learned]] <span class="bibl">Isoc.1.18</span>: Sup. [[φιλομαθέστατος]] <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.2.1</span>: [[τὸ φιλομαθές]] = [[φιλομάθεια]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>376b</span>, cf. <span class="bibl">411d</span>: Adv. -θῶς, ἔχειν <span class="bibl">Ant.Diog.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen. rei, [[eager after]], τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.9.5</span> (Sup.).</span>
|Definition=φιλομαθές,<br><span class="bld">A</span> [[fond of learning]], [[eager after knowledge]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 67b, 82d, al.; [[ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής]] = [[if you are studious, you will become learned]] Isoc.1.18: Sup. [[φιλομαθέστατος]] [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.2.1: [[τὸ φιλομαθές]] = [[φιλομάθεια]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 376b, cf. 411d: Adv. [[φιλομαθῶς]], ἔχειν Ant.Diog.11.<br><span class="bld">2</span> c. gen. rei, [[eager after]], τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων X.''An.''1.9.5 (Sup.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui aime à apprendre, gén. ; <i>abs.</i> qui aime à s'instruire;<br /><i>Sp.</i> φιλομαθέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μανθάνω]].
|btext=ής, ές :<br />qui aime à apprendre, gén. ; <i>abs.</i> qui aime à s'instruire;<br /><i>Sp.</i> φιλομαθέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μανθάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλομᾰθής:'''<br /><b class="num">1</b> [[любознательный]], [[пытливый]] Xen., Isocr.: οἱ [[ὀρθῶς]] φιλομαθεῖς Plat. люди, действительно стремящиеся к знанию;<br /><b class="num">2</b> [[старательный]], [[усердный]] (τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων φιλομαθέστατος Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[επιρρεπής]] στα [[πάθη]], στις σαρκικές επιθυμίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>παθής</i>].<br />-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που του αρέσει η [[μάθηση]], η [[απόκτηση]] γνώσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλομαθές</i><br />η [[φιλομάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλομαθῶς</i> Μ<br />με [[φιλομάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]], <i>τὸ</i> «[[μάθηση]], [[γνώση]]» <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρηστο</i>-<i>μαθής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />[[επιρρεπής]] στα [[πάθη]], στις σαρκικές επιθυμίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. [[πολυπαθής]]].<br />-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που του αρέσει η [[μάθηση]], η [[απόκτηση]] γνώσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλομαθές</i><br />η [[φιλομάθεια]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλομαθῶς</i> Μ<br />με [[φιλομάθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάθος]], <i>τὸ</i> «[[μάθηση]], [[γνώση]]» <span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]]), [[πρβλ]]. [[χρηστομαθής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλομᾰθής:''' -ές ([[μαθεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τη [[μάθηση]], [[αχόρταγος]] για [[γνώση]], σε Πλάτ.· υπερθ. <i>φιλομαθέστατος</i>, σε Ξεν. <i>τὸ φιλομαθές</i>, = [[φιλομάθεια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[αχόρταγος]] για ένα [[πράγμα]], στον ίδ., Ξεν.
|lsmtext='''φῐλομᾰθής:''' -ές ([[μαθεῖν]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που αγαπά τη [[μάθηση]], [[αχόρταγος]] για [[γνώση]], σε Πλάτ.· υπερθ. <i>φιλομαθέστατος</i>, σε Ξεν. <i>τὸ φιλομαθές</i>, = [[φιλομάθεια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[αχόρταγος]] για ένα [[πράγμα]], στον ίδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλομᾰθής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[любознательный]], [[пытливый]] Xen., Isocr.: οἱ [[ὀρθῶς]] φιλομαθεῖς Plat. люди, действительно стремящиеся к знанию;<br /><b class="num">2)</b> [[старательный]], [[усердный]] (τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων φιλομαθέστατος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομαθής Medium diacritics: φιλομαθής Low diacritics: φιλομαθής Capitals: ΦΙΛΟΜΑΘΗΣ
Transliteration A: philomathḗs Transliteration B: philomathēs Transliteration C: filomathis Beta Code: filomaqh/s

English (LSJ)

φιλομαθές,
A fond of learning, eager after knowledge, Pl.Phd. 67b, 82d, al.; ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής = if you are studious, you will become learned Isoc.1.18: Sup. φιλομαθέστατος X.Cyr.1.2.1: τὸ φιλομαθές = φιλομάθεια, Pl.R. 376b, cf. 411d: Adv. φιλομαθῶς, ἔχειν Ant.Diog.11.
2 c. gen. rei, eager after, τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων X.An.1.9.5 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1282] ές, das Lernen liebend, gern, eifrig lernend, wißbegierig, gelehrig; Plat. Phaed. 82 d Rep. II, 376 b u. öfter; τὸ φιλομαθές, Wißbegier, IV, 435 e; Isocr. 1, 18; τ ούτων Xen. Cyr. 1, 6,38; adv. φιλομαθῶς, Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime à apprendre, gén. ; abs. qui aime à s'instruire;
Sp. φιλομαθέστατος.
Étymologie: φίλος, μανθάνω.

Russian (Dvoretsky)

φιλομᾰθής:
1 любознательный, пытливый Xen., Isocr.: οἱ ὀρθῶς φιλομαθεῖς Plat. люди, действительно стремящиеся к знанию;
2 старательный, усердный (τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων φιλομαθέστατος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομᾰθής: -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, ἀγαπῶν νὰ μανθάνῃ, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 67Β, 82D, κ. ἀλλ.· ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθὴς Ἰσοκρ. 5D· ὑπερθ. φιλομαθέστατος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2. 2· ― τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, Πλάτ. Πολ. 376Β, 411D· ἐπίρρ. -θῶς, οἱ φιλοπόνως καὶ φιλομαθῶς ἀκούοντες Ψευσοχρυσ. τ. 5. σ. 750Α, Κυρίλλ. Ἱεροσ. Κατηχ. σ. 36, κλπ. ― πρβλ. φιλόλογος ΙΙ. 2. 2) μετὰ γεν. πράγμ., προθύμως ἐπιδιώκων τὸ νὰ μάθῃ τι, Πλάτ. Πολ. 485D, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 5.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυπαθής].
-ές, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων
αρχ.
1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλομαθές
η φιλομάθεια.
επίρρ...
φιλομαθῶς Μ
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαθής (< μάθος, τὸ «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστομαθής].

Greek Monotonic

φῐλομᾰθής: -ές (μαθεῖν),
1. αυτός που αγαπά τη μάθηση, αχόρταγος για γνώση, σε Πλάτ.· υπερθ. φιλομαθέστατος, σε Ξεν. τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, σε Πλάτ.
2. με γεν. πράγμ., αχόρταγος για ένα πράγμα, στον ίδ., Ξεν.

Middle Liddell

φῐλο-μᾰθής, ές μαθεῖν
1. fond of learning, eager after knowledge, Plat.; Sup. φιλομαθέστατος, Xen.; τὸ φιλομαθές = φιλομάθεια, Plat.
2. c. gen. rei, eager after a thing, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

eager for knowledge, eager to learn, fond of learning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)