πολύλλιστος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyllistos
|Transliteration C=polyllistos
|Beta Code=polu/llistos
|Beta Code=polu/llistos
|Definition=ον, also η, ον <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>32.14</span>, al.: (λίσσομαι):— [[sought with many prayers]], πολύλλιστον δέ σ' ἱκάνω <span class="bibl">Od.5.445</span>; <b class="b3">νηοὶ π</b>. temples [[much frequented by suppliants]], h.Ap.347, cf. <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>28</span>; βωμός <span class="bibl">B.10.41</span>: later in act. sense, πολύλλιστος δέ σ' ἱκάνω <span class="bibl">Procl.<span class="title">H.</span>7.51</span> ([[si vera lectio|s.v.l.]]):—also πολύ-λιστος, <span class="bibl">Simon.45</span>, cf.<span class="title">IG</span>3.171 iii 12 (restd.).
|Definition=πολύλλιστον, also η, ον Orph.''H.''32.14, al.: ([[λίσσομαι]]):—[[sought with many prayers]], πολύλλιστον δέ σ' ἱκάνω Od.5.445; <b class="b3">νηοὶ π.</b> temples [[much frequented by suppliants]], h.Ap.347, cf. ''h.Cer.''28; βωμός B.10.41: later in act. sense, πολύλλιστος δέ σ' ἱκάνω Procl.''H.''7.51 ([[si vera lectio|s.v.l.]]):—also [[πολύλιστος]], Simon.45, cf.''IG''3.171 iii 12 (restd.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />invoqué par de nombreuses prières.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[λίσσομαι]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />[[invoqué par de nombreuses prières]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[λίσσομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύλλιστος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· ([[λίσσομαι]])· ― ὁ [[πολλάκις]] ἱκετευόμενος ἢ ὃν πολλοὶ ἱκετεύουσιν, εἰς ὃν γίνονται πολλαὶ ἱκεσίαι, πολύλλιστον δὲ σ’ [[ἱκάνω]], ὁ Ὀδυσσεὺς [[ταῦτα]] λέγει πρὸς τὸν Φαίακα ποταμὸν [[ὅστις]] δέχεται αὐτὸν ἐκ τῆς θαλάσσης (πρβλ. [[τρίλλιστος]]), Ὀδ. Ε. 445· νηὸς π., ναὸς πολὺ θαμιζόμενος ὑπὸ ἱκετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 347, Δήμ. 28· ― ὁ [[κύριος]] [[τύπος]] πολύλιστος εὕρηται παρὰ Σιμωνίδῃ 84, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 511, σ. 914. ― Ἐπίρρ. πολυλίστως Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ε. 445.
|elnltext=πολύλλιστος -ον &#91;[[πολύς]], [[λίσσομαι]]] [[veel aangeroepen]], [[door veel smekelingen bezocht]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύλλιστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[призываемый во многих мольбах]], [[к которому всегда обращаются с мольбами]] (''[[sc.]]'' [[ἄναξ]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[часто посещаемый молящимися]] ([[νηός]] HH).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πολύλιστος]] και [[πολύλλιτος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ' [[ἱκάνω]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[πολύλλιστος]] [[βωμός]]», Βακχ.)<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυλλίστως</i> Α<br />με πολλές ικεσίες, με [[πολλά]] παρακάλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -(<i>λ</i>)<i>λιστος</i> / -<i>λλιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίσσομαι]] «[[προσεύχομαι]], [[ικετεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>λλιστος</i>].
|mltxt=και [[πολύλιστος]] και [[πολύλλιτος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ' [[ἱκάνω]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[πολύλλιστος]] [[βωμός]]», Βακχ.)<br /><b>2.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυλλίστως</i> Α<br />με πολλές ικεσίες, με [[πολλά]] παρακάλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -(<i>λ</i>)<i>λιστος</i> / -<i>λλιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λίσσομαι]] «[[προσεύχομαι]], [[ικετεύω]]»), [[πρβλ]]. [[τρίλλιστος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύλλιστος:''' -ον ([[λίσσομαι]]), αυτός που επιζητά [[κάτι]] με πολλές προσευχές, πολύλλιστον δέσ' [[ἱκάνω]], λέει ο [[Οδυσσέας]] στον ποταμό που τον υποδέχεται [[μετά]] τη [[θάλασσα]] (πρβλ. [[τρίλλιστος]]), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πολύλλιστος:''' -ον ([[λίσσομαι]]), αυτός που επιζητά [[κάτι]] με πολλές προσευχές, πολύλλιστον δέσ' [[ἱκάνω]], λέει ο [[Οδυσσέας]] στον ποταμό που τον υποδέχεται [[μετά]] τη [[θάλασσα]] (πρβλ. [[τρίλλιστος]]), σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύλλιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[призываемый во многих мольбах]], [[к которому всегда обращаются с мольбами]] (sc. [[ἄναξ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[часто посещаемый молящимися]] ([[νηός]] HH).
|lstext='''πολύλλιστος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· ([[λίσσομαι]])· ― ὁ [[πολλάκις]] ἱκετευόμενος ἢ ὃν πολλοὶ ἱκετεύουσιν, εἰς ὃν γίνονται πολλαὶ ἱκεσίαι, πολύλλιστον δὲ σ’ [[ἱκάνω]], ὁ Ὀδυσσεὺς [[ταῦτα]] λέγει πρὸς τὸν Φαίακα ποταμὸν [[ὅστις]] δέχεται αὐτὸν ἐκ τῆς θαλάσσης (πρβλ. [[τρίλλιστος]]), Ὀδ. Ε. 445· νηὸς π., ναὸς πολὺ θαμιζόμενος ὑπὸ ἱκετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 347, Δήμ. 28· ― ὁ [[κύριος]] [[τύπος]] πολύλιστος εὕρηται παρὰ Σιμωνίδῃ 84, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 511, σ. 914. ― Ἐπίρρ. πολυλίστως Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ε. 445.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύλλιστος -ον [πολύς, λίσσομαι] veel aangeroepen, door veel smekelingen bezocht.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολύλ-λιστος, ον, [[λίσσομαι]]<br />sought with [[many]] prayers, πολύλλιστον δέ σ' [[ἱκάνω]], says [[Ulysses]] to the [[river]] [[which]] receives him from the sea (cf. τρίλλιστοσ), Od.
|mdlsjtxt=πολύλ-λιστος, ον, [[λίσσομαι]]<br />sought with [[many]] prayers, πολύλλιστον δέ σ' [[ἱκάνω]], says [[Ulysses]] to the [[river]] [[which]] receives him from the sea (cf. τρίλλιστοσ), Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύλλιστος Medium diacritics: πολύλλιστος Low diacritics: πολύλλιστος Capitals: ΠΟΛΥΛΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: polýllistos Transliteration B: polyllistos Transliteration C: polyllistos Beta Code: polu/llistos

English (LSJ)

πολύλλιστον, also η, ον Orph.H.32.14, al.: (λίσσομαι):—sought with many prayers, πολύλλιστον δέ σ' ἱκάνω Od.5.445; νηοὶ π. temples much frequented by suppliants, h.Ap.347, cf. h.Cer.28; βωμός B.10.41: later in act. sense, πολύλλιστος δέ σ' ἱκάνω Procl.H.7.51 (s.v.l.):—also πολύλιστος, Simon.45, cf.IG3.171 iii 12 (restd.).

German (Pape)

[Seite 665] viel angefleht, sehr gebeten; Od. 5, 445; auch νηός, ein Tempel, in welchem die Gottheit viel angerufen wird, H. h. Apoll. 347 Cer. 28; – übh. erfleht, erwünscht, Sp., die es auch dreier Endgn brauchen, Orph. H. 34, 2. – Adv., Schol. Od. 5, 445.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
invoqué par de nombreuses prières.
Étymologie: πολύς, λίσσομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύλλιστος -ον [πολύς, λίσσομαι] veel aangeroepen, door veel smekelingen bezocht.

Russian (Dvoretsky)

πολύλλιστος:
1 призываемый во многих мольбах, к которому всегда обращаются с мольбами (sc. ἄναξ Hom.);
2 часто посещаемый молящимися (νηός HH).

English (Autenrieth)

(λίσσομαι): object of many prayers, Od. 5.445†.

Greek Monolingual

και πολύλιστος και πολύλλιτος, -ον, Α
1. αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ' ἱκάνω», Ομ. Οδ.
β. «πολύλλιστος βωμός», Βακχ.)
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες.
επίρρ...
πολυλλίστως Α
με πολλές ικεσίες, με πολλά παρακάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -(λ)λιστος / -λλιτος (< λίσσομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»), πρβλ. τρίλλιστος].

Greek Monotonic

πολύλλιστος: -ον (λίσσομαι), αυτός που επιζητά κάτι με πολλές προσευχές, πολύλλιστον δέσ' ἱκάνω, λέει ο Οδυσσέας στον ποταμό που τον υποδέχεται μετά τη θάλασσα (πρβλ. τρίλλιστος), σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύλλιστος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· (λίσσομαι)· ― ὁ πολλάκις ἱκετευόμενος ἢ ὃν πολλοὶ ἱκετεύουσιν, εἰς ὃν γίνονται πολλαὶ ἱκεσίαι, πολύλλιστον δὲ σ’ ἱκάνω, ὁ Ὀδυσσεὺς ταῦτα λέγει πρὸς τὸν Φαίακα ποταμὸν ὅστις δέχεται αὐτὸν ἐκ τῆς θαλάσσης (πρβλ. τρίλλιστος), Ὀδ. Ε. 445· νηὸς π., ναὸς πολὺ θαμιζόμενος ὑπὸ ἱκετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 347, Δήμ. 28· ― ὁ κύριος τύπος πολύλιστος εὕρηται παρὰ Σιμωνίδῃ 84, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 511, σ. 914. ― Ἐπίρρ. πολυλίστως Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ε. 445.

Middle Liddell

πολύλ-λιστος, ον, λίσσομαι
sought with many prayers, πολύλλιστον δέ σ' ἱκάνω, says Ulysses to the river which receives him from the sea (cf. τρίλλιστοσ), Od.