ὑπωπιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypopiazo
|Transliteration C=ypopiazo
|Beta Code=u(pwpia/zw
|Beta Code=u(pwpia/zw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[strike]] one [[under the eye]], [[give]] him [[a black eye]]:—Pass., [[have a black eye]], ὑπωπιασμέναι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>541</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1413a20</span>, <span class="bibl">D.L.6.89</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., [[bruise]], [[mortify]], <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>9.27</span>; also, [[annoy greatly]], [[wear out]], τινα <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>18.5</span>, cf. Plu.2.921f (corr. Turnebus for [[ὑποπιέζω]]).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[strike one under the eye]], [[give one a black eye]]:—Pass., [[have a black eye]], ὑπωπιασμέναι Ar.''Pax''541, cf. Arist.''Rh.''1413a20, D.L.6.89.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[bruise]], [[mortify]], ''1 Ep.Cor.''9.27; also, [[annoy greatly]], [[wear out]], τινα ''Ev.Luc.''18.5, cf. Plu.2.921f (corr. Turnebus for [[ὑποπιέζω]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1241.png Seite 1241]] Einen in's Gesicht schlagen, so daß er davon blaue Flecke unter den Augen bekommt; übh. Einem eine Beule schlagen; übertr., δαιμονίως ὑπωπιασμέναι (πόλεις) Ar. Pax 533.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1241.png Seite 1241]] Einen in's Gesicht schlagen, so daß er davon blaue Flecke unter den Augen bekommt; übh. Einem eine Beule schlagen; übertr., δαιμονίως ὑπωπιασμέναι (πόλεις) Ar. Pax 533.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[frapper sous les yeux]], [[pocher les yeux]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> molester.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπώπιον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπωπιάζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[подбить глаз]]: ὑπωπιασμένος Arst. с подбитыми глазами, перен. Arph. израненный, измученный;<br /><b class="num">2</b> перен. [[мучить]], [[докучать]] Luc.;<br /><b class="num">3</b> NT [[varia lectio|v.l.]] = [[ὑποπιάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπωπιάζω''': μέλλ. -άσω, [[τύπτω]] τινὰ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν, [[μωλωπίζω]] τινὰ κατὰ τὸν ὀφθαλμόν. ― Παθ., ἔχω τὸν ὀφθαλμὸν μεμωλωπισμένον, αἱ πόλεις… ὑπωπιασμέναι, «σφοδρῶς πληγεῖσαι ὑπὸ πολέμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 541· ἐπὶ ὑπωπιασμένου, «‘ᾠήθητε δ’ ἂν αὐτὸν [[εἶναι]] συκαμίνων κάλαθον’ ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ [[ὑπώπιον]]» Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, πρβλ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 89. ΙΙ. μεταφορ., [[δαμάζω]], νεκρώνω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ΄, 27· [[ὡσαύτως]], ἐνοχλῶ [[μεγάλως]], [[βασανίζω]], ἵνα μὴ εἰς [[τέλος]] ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 921F ([[ἔνθα]] ἕτεροι [[ὑποπιέζω]]), Λουκ. Νεκυομαντ. 5.
|lstext='''ὑπωπιάζω''': μέλλ. -άσω, [[τύπτω]] τινὰ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν, [[μωλωπίζω]] τινὰ κατὰ τὸν ὀφθαλμόν. ― Παθ., ἔχω τὸν ὀφθαλμὸν μεμωλωπισμένον, αἱ πόλεις… ὑπωπιασμέναι, «σφοδρῶς πληγεῖσαι ὑπὸ πολέμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 541· ἐπὶ ὑπωπιασμένου, «‘ᾠήθητε δ’ ἂν αὐτὸν [[εἶναι]] συκαμίνων κάλαθον’ ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ [[ὑπώπιον]]» Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, πρβλ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 89. ΙΙ. μεταφορ., [[δαμάζω]], νεκρώνω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ΄, 27· [[ὡσαύτως]], ἐνοχλῶ [[μεγάλως]], [[βασανίζω]], ἵνα μὴ εἰς [[τέλος]] ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 921F ([[ἔνθα]] ἕτεροι [[ὑποπιέζω]]), Λουκ. Νεκυομαντ. 5.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> frapper sous les yeux, pocher les yeux;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> molester.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπώπιον]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπωπιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μωλωπίζω]] κάποιον στο [[μάτι]] — Παθ., έχω μωλωπισμένο, μαυρισμένο [[μάτι]], <i>ὑπωπιασμένος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μελανιάζω]], [[μωλωπίζω]], [[νεκρώνω]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης, [[ενοχλώ]] υπερβολικά, [[βασανίζω]], στο ίδ.
|lsmtext='''ὑπωπιάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μωλωπίζω]] κάποιον στο [[μάτι]] — Παθ., έχω μωλωπισμένο, μαυρισμένο [[μάτι]], <i>ὑπωπιασμένος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[μελανιάζω]], [[μωλωπίζω]], [[νεκρώνω]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης, [[ενοχλώ]] υπερβολικά, [[βασανίζω]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπωπιάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> подбить глаз: ὑπωπιασμένος Arst. с подбитыми глазами, перен. Arph. израненный, измученный;<br /><b class="num">2)</b> перен. мучить, докучать Luc.;<br /><b class="num">3)</b> NT v. l. = [[ὑποπιάζω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπωπιάζω Medium diacritics: ὑπωπιάζω Low diacritics: υπωπιάζω Capitals: ΥΠΩΠΙΑΖΩ
Transliteration A: hypōpiázō Transliteration B: hypōpiazō Transliteration C: ypopiazo Beta Code: u(pwpia/zw

English (LSJ)

A strike one under the eye, give one a black eye:—Pass., have a black eye, ὑπωπιασμέναι Ar.Pax541, cf. Arist.Rh.1413a20, D.L.6.89.
II metaph., bruise, mortify, 1 Ep.Cor.9.27; also, annoy greatly, wear out, τινα Ev.Luc.18.5, cf. Plu.2.921f (corr. Turnebus for ὑποπιέζω).

German (Pape)

[Seite 1241] Einen in's Gesicht schlagen, so daß er davon blaue Flecke unter den Augen bekommt; übh. Einem eine Beule schlagen; übertr., δαιμονίως ὑπωπιασμέναι (πόλεις) Ar. Pax 533.

French (Bailly abrégé)

1 frapper sous les yeux, pocher les yeux;
2 p. ext. molester.
Étymologie: ὑπώπιον.

Russian (Dvoretsky)

ὑπωπιάζω:
1 подбить глаз: ὑπωπιασμένος Arst. с подбитыми глазами, перен. Arph. израненный, измученный;
2 перен. мучить, докучать Luc.;
3 NT v.l. = ὑποπιάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπωπιάζω: μέλλ. -άσω, τύπτω τινὰ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν, μωλωπίζω τινὰ κατὰ τὸν ὀφθαλμόν. ― Παθ., ἔχω τὸν ὀφθαλμὸν μεμωλωπισμένον, αἱ πόλεις… ὑπωπιασμέναι, «σφοδρῶς πληγεῖσαι ὑπὸ πολέμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 541· ἐπὶ ὑπωπιασμένου, «‘ᾠήθητε δ’ ἂν αὐτὸν εἶναι συκαμίνων κάλαθον’ ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ ὑπώπιον» Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, πρβλ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 89. ΙΙ. μεταφορ., δαμάζω, νεκρώνω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ΄, 27· ὡσαύτως, ἐνοχλῶ μεγάλως, βασανίζω, ἵνα μὴ εἰς τέλος ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 921F (ἔνθα ἕτεροι ὑποπιέζω), Λουκ. Νεκυομαντ. 5.

English (Strong)

from a compound of ὑπό and a derivative of ὀπτάνομαι; to hit under the eye (buffet or disable an antagonist as a pugilist), i.e. (figuratively) to tease or annoy (into compliance), subdue (one's passions): keep under, weary.

Greek Monolingual

Α ὑπώπιον
1. χτυπώ κάποιον στο πρόσωπο και, ιδίως, κάτω από τα μάτια, μαυρίζω σε κάποιον το μάτι
2. μτφ. α) βασανίζω
β) δαμάζω («ἀλλ' ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ», ΚΔ)
3. παθ. ὑπωπιάζομαι
α) έχω μαυρισμένο μάτι
β) μτφ. πλήττομαι σφόδραδαιμονίως ὑπωπιασμέναι ἀπαξάπασαι αἱ πόλεις», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὑπωπιάζω: μέλ. -άσω,
I. μωλωπίζω κάποιον στο μάτι — Παθ., έχω μωλωπισμένο, μαυρισμένο μάτι, ὑπωπιασμένος, σε Αριστοφ.
II. μεταφ., μελανιάζω, μωλωπίζω, νεκρώνω, σε Καινή Διαθήκη· επίσης, ενοχλώ υπερβολικά, βασανίζω, στο ίδ.

Middle Liddell

fut. άσω
I. to strike one under the eye:—Pass. to have a black eye, ὑπωπιασμένος Ar.
II. metaph. to bruise, mortify, NTest.: also, to annoy greatly, wear out, NTest. [from ὑπώπιον

Chinese

原文音譯:Øpopi£zw 虛普-哦披阿索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在下-觀看
字義溯源:打中眼下,克服,攻克,粗野對待,說人壞話,纏磨;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成
出現次數:總共(2);路(1);林前(1)
譯字彙編
1) 我⋯攻克(1) 林前9:27;
2) 她⋯纏磨(1) 路18:5