φαιδρότης: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=faidrotis | |Transliteration C=faidrotis | ||
|Beta Code=faidro/ths | |Beta Code=faidro/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, < | |Definition=-ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[brightness]], [[brilliance]], ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.''Or.''11.89, cf. 221.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[joyousness]], Isoc.15.133, Plu.2.595d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1250.png Seite 1250]] ητος, ἡ, 1) [[Reinheit]], [[Klarheit]], [[Glanz]]. – 2) übertr., [[Heiterkeit]], [[Fröhlichkeit]], Isocr. 15, 133. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />[[doux éclat]] ; [[joie]], [[gaîté]].<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φαιδρότης:''' ητος ἡ [[ясность духа]], [[веселое настроение]] Isocr., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαιδρότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]], [[ἀκτινοβολία]], ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., [[εὐθυμία]], [[εὔθυμος]] [[διάθεσις]], [[χαρά]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ. | |lstext='''φαιδρότης''': -ητος, ἡ, [[λαμπρότης]], [[ἀκτινοβολία]], ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., [[εὐθυμία]], [[εὔθυμος]] [[διάθεσις]], [[χαρά]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φαιδρότης:''' -ητος, ἡ, [[λαμπρότητα]], [[ευθυμία]], σε Ισοκρ. | |lsmtext='''φαιδρότης:''' -ητος, ἡ, [[λαμπρότητα]], [[ευθυμία]], σε Ισοκρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η / [[φαιδρότης]], -ητος, ΝΜΑ [[φαιδρός]]<br />[[ευθυμία]], [[χαρά]], [[ιλαρότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γελοίος]] [[λόγος]] ή γελοία [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λάμψη]], [[ακτινοβολία]] («[[φαιδρότης]] ὀφθαλμῶν», <b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[φαιδρότης]], ητος, ἡ, [from [[φαιδρός]]<br />[[brightness]]: [[joyousness]], Isocr. | |mdlsjtxt=[[φαιδρότης]], ητος, ἡ, [from [[φαιδρός]]<br />[[brightness]]: [[joyousness]], Isocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A brightness, brilliance, ὀφθαλμῶν Poll.6.199; λίθων Lib.Or.11.89, cf. 221.
2 metaph., joyousness, Isoc.15.133, Plu.2.595d.
German (Pape)
[Seite 1250] ητος, ἡ, 1) Reinheit, Klarheit, Glanz. – 2) übertr., Heiterkeit, Fröhlichkeit, Isocr. 15, 133.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
doux éclat ; joie, gaîté.
Étymologie: φαιδρός.
Russian (Dvoretsky)
φαιδρότης: ητος ἡ ясность духа, веселое настроение Isocr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης, ἀκτινοβολία, ὀφθαλμῶν Πολυδ. Ϛ΄, 199. 2) μεταφορ., εὐθυμία, εὔθυμος διάθεσις, χαρά, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 141, Πλούτ.
Greek Monotonic
φαιδρότης: -ητος, ἡ, λαμπρότητα, ευθυμία, σε Ισοκρ.
Greek Monolingual
η / φαιδρότης, -ητος, ΝΜΑ φαιδρός
ευθυμία, χαρά, ιλαρότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξη
αρχ.
λάμψη, ακτινοβολία («φαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.).
Middle Liddell
φαιδρότης, ητος, ἡ, [from φαιδρός
brightness: joyousness, Isocr.