πάγχριστος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pagchristos | |Transliteration C=pagchristos | ||
|Beta Code=pa/gxristos | |Beta Code=pa/gxristos | ||
|Definition= | |Definition=πάγχριστον, ([[χρίω]]) [[thoroughly anointed]]: <b class="b3">τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς</b> without a Subst. in a corrupt passage, S.''Tr.''661 (lyr.; Sch. supplies [[πέπλῳ]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] durchaus, ganz gesalbt, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, Soph. Tr. 658, mit dem ganz gesalbten Kleide der Überredung, welches Liebe hervorrufen sollte. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0436.png Seite 436]] durchaus, ganz gesalbt, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, Soph. Tr. 658, mit dem ganz gesalbten Kleide der Überredung, welches Liebe hervorrufen sollte. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br />[[oint tout entier]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[χριστός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάγχριστος -ον [[[πᾶς]], [[χριστός]]] [[geheel gezalfd]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''πάγχριστος:''' [[весь умащенный или пропитанный]] (предполож. [[πέπλος]] Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πάγχριστος:''' -ον ([[χρίω]]), επιχρισμένος [[παντού]]· <i>πάγχριστον</i>, <i>τό</i> (ενν. [[φάρμακον]]), φαίνεται να σημαίνει αυτό που είναι γεμάτο [[επικάλυψη]], που είναι όλο επιχρισμένο, σε Σοφ. | |lsmtext='''πάγχριστος:''' -ον ([[χρίω]]), επιχρισμένος [[παντού]]· <i>πάγχριστον</i>, <i>τό</i> (ενν. [[φάρμακον]]), φαίνεται να σημαίνει αυτό που είναι γεμάτο [[επικάλυψη]], που είναι όλο επιχρισμένο, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πάγχριστος''': -ον, ([[χρίω]]) ὁ [[ὅλως]] ἀληλιμμμένος, παντελῶς κεχρισμένος, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, κεῖται [[ἄνευ]] οὐσιαστ. ἐν Σοφ. Τρ. 661, ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ κεχρισμένου διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου: [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ. «λείπει τῷ πέπλῳ», ― [[ἔλλειψις]] [[ἀδύνατος]]· καὶ [[μέχρι]] τοῦδε οὐδεμία [[ἑρμηνεία]] ἱκανοποιοῦσα εὑρέθη, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb. ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πάγ-χριστος, ον, [[χρίω]]<br />all-anointed: πάγχριστον (sc. φαρμακόν) seems to [[mean]] [[full]]-anointing, Soph. | |mdlsjtxt=πάγ-χριστος, ον, [[χρίω]]<br />all-anointed: πάγχριστον (''[[sc.]]'' φαρμακόν) seems to [[mean]] [[full]]-anointing, Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
πάγχριστον, (χρίω) thoroughly anointed: τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς without a Subst. in a corrupt passage, S.Tr.661 (lyr.; Sch. supplies πέπλῳ).
German (Pape)
[Seite 436] durchaus, ganz gesalbt, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, Soph. Tr. 658, mit dem ganz gesalbten Kleide der Überredung, welches Liebe hervorrufen sollte.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
oint tout entier.
Étymologie: πᾶς, χριστός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγχριστος -ον [πᾶς, χριστός] geheel gezalfd.
Russian (Dvoretsky)
πάγχριστος: весь умащенный или пропитанный (предполож. πέπλος Soph.).
Greek Monolingual
πάγχριστος, -ον (Α)
ο εντελώς χρισμένος, ο αλειμμένος ολόκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χριστός (< χρίω)].
Greek Monotonic
πάγχριστος: -ον (χρίω), επιχρισμένος παντού· πάγχριστον, τό (ενν. φάρμακον), φαίνεται να σημαίνει αυτό που είναι γεμάτο επικάλυψη, που είναι όλο επιχρισμένο, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πάγχριστος: -ον, (χρίω) ὁ ὅλως ἀληλιμμμένος, παντελῶς κεχρισμένος, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, κεῖται ἄνευ οὐσιαστ. ἐν Σοφ. Τρ. 661, ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ κεχρισμένου διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου: Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «λείπει τῷ πέπλῳ», ― ἔλλειψις ἀδύνατος· καὶ μέχρι τοῦδε οὐδεμία ἑρμηνεία ἱκανοποιοῦσα εὑρέθη, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb. ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
πάγ-χριστος, ον, χρίω
all-anointed: πάγχριστον (sc. φαρμακόν) seems to mean full-anointing, Soph.