λιθόβλητος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithovlitos | |Transliteration C=lithovlitos | ||
|Beta Code=liqo/blhtos | |Beta Code=liqo/blhtos | ||
|Definition= | |Definition=λιθόβλητον,<br><span class="bld">A</span> [[stone-throwing]], [[pelting]], εὐστοχίη ''AP''9.3.<br><span class="bld">II</span> [[set with stones]], [[κεκρύφαλα]] ib.5.269 (Paul. Sil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
λιθόβλητον,
A stone-throwing, pelting, εὐστοχίη AP9.3.
II set with stones, κεκρύφαλα ib.5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 44] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιθοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 parsemé de pierreries;
2 qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
λῐθόβλητος: λίθος + βάλλω
1 усаженный (драгоценными) камнями (κεκρύφαλος Anth.);
2 мечущий камни, метательный (εὐστοχίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόβλητος: -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. νιφετός, βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59· ὡσαύτως λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. λιθοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λιθόβλητος, -ον) λιθοβολώ
νεοελλ.
αυτός που λιθοβολήθηκε
μσν.
διακοσμημένος με λίθους
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοβολία.
Greek Monotonic
λῐθόβλητος: -ον, I. λιθοβολημένος, σε Ανθ.
II. διακοσμημένος με πέτρες, στον ίδ.
Middle Liddell
λῐθό-βλητος, ον
I. stone-throwing, pelting, Anth.
II. set with stones, Anth.