φοινικόπεζα: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foinikopeza | |Transliteration C=foinikopeza | ||
|Beta Code=foiniko/peza | |Beta Code=foiniko/peza | ||
|Definition=ἡ, [[ruddy-footed]], [[epithet]] of Demeter; prob. from the colour of ripe corn, | |Definition=ἡ, [[ruddy-footed]], [[epithet]] of Demeter; prob. from the colour of ripe corn, Pi.''O.''6.94; also of [[Hecate]], Id.''Pae.''2.77. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />aux pieds chaussés de pourpre <i>(ép. de Déméter)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[πέζα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοινῑκόπεζα:''' adj. f с пурпурными ногами ([[Δαμάτηρ]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοινῑκόπεζα''': ἡ, κοκκινόπους, [[ἐρυθρόπους]], ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. [[ἀργυρόπεζα]], Πινδ. Ο. 6. 159, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh (92). | |lstext='''φοινῑκόπεζα''': ἡ, κοκκινόπους, [[ἐρυθρόπους]], ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. [[ἀργυρόπεζα]], Πινδ. Ο. 6. 159, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh (92). | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>φοινῑκόπεζα | |sltr=<b>φοινῑκόπεζα</b> [[with]] [[red]] feet of goddesses. φοινικόπεζαν Δάματρα (O. 6.94) [[φοινικόπεζα]] [[παρθένος]] εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεζα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέζα]] «[[πόδι]]»), | |mltxt=ἡ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεζα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέζα]] «[[πόδι]]»), [[πρβλ]]. [[ἀργυρόπεζα]], [[κυανόπεζα]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φοινῑκόπεζα:''' ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη [[Δήμητρα]]· πιθανόν από το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda [[Ceres]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''φοινῑκόπεζα:''' ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη [[Δήμητρα]]· πιθανόν από το [[χρώμα]] του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda [[Ceres]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φοινῑκό-πεζα, ἡ,<br />[[ruddy]]-footed, [[epithet]] of [[Demeter]]: prob. from the [[colour]] of [[ripe]] [[corn]], Virgil's rubicunda [[Ceres]], Pind. | |mdlsjtxt=φοινῑκό-πεζα, ἡ,<br />[[ruddy]]-footed, [[epithet]] of [[Demeter]]: prob. from the [[colour]] of [[ripe]] [[corn]], Virgil's rubicunda [[Ceres]], Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, ruddy-footed, epithet of Demeter; prob. from the colour of ripe corn, Pi.O.6.94; also of Hecate, Id.Pae.2.77.
German (Pape)
[Seite 1296] ἡ, die Purpurfüßige, Beiwort der Demeter, Pind. Ol. 6, 94, s. Böckh explic.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
aux pieds chaussés de pourpre (ép. de Déméter).
Étymologie: φοῖνιξ¹, πέζα.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόπεζα: adj. f с пурпурными ногами (Δαμάτηρ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόπεζα: ἡ, κοκκινόπους, ἐρυθρόπους, ἐπίθετον τῆς Δήμητρος, πιθαν. ἐκ τοῦ πυροῦ χρώματος τοῦ ὡρίμου σίτου, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου rubicunda Ceres, ἐσχηματίσθη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ Ὁμηρ. ἀργυρόπεζα, Πινδ. Ο. 6. 159, ἔνθα ἴδε Böckh (92).
English (Slater)
φοινῑκόπεζα with red feet of goddesses. φοινικόπεζαν Δάματρα (O. 6.94) φοινικόπεζα παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.77)
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ως προσωνυμία της θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρόπεζα, κυανόπεζα].
Greek Monotonic
φοινῑκόπεζα: ἡ, αυτή που έχει κόκκινα πόδια, επίθ. για τη Δήμητρα· πιθανόν από το χρώμα του ώριμου σίτου, του Βιργίλιου rubicunda Ceres, σε Πίνδ.
Middle Liddell
φοινῑκό-πεζα, ἡ,
ruddy-footed, epithet of Demeter: prob. from the colour of ripe corn, Virgil's rubicunda Ceres, Pind.