κρεανομία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kreanomia
|Transliteration C=kreanomia
|Beta Code=kreanomi/a
|Beta Code=kreanomi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">distribution of meat</b>, <span class="bibl">Theopomp.Hist.205</span> (pl.), <span class="title">IG</span> 22.1245.5, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>5</span>: pl., <span class="title">IG</span>22.334.25, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.30</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[distribution of meat]], Theopomp.Hist.205 (pl.), ''IG'' 22.1245.5, Luc.''Prom.''5: pl., ''IG''22.334.25, Porph.''Abst.''2.30.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κρεᾱνομία''': ἡ, διανομὴ [[κρεῶν]], Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις [[τύπος]] κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ [[Πολυδ]]. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ [[κρεωνομέω]] παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[distribution des chairs d'une victime]].<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρεανομία -ας, , ook κρεονομία [κρεανόμος] [[verdeling van het vlees]].
}}
{{pape
|ptext=[εᾱ], , <i>[[Verteilung]] des Fleisches der [[Opfertiere]] [[unter]] die [[Teilnehmer]] am Opferschmause, [[visceratio]]</i>; Luc. <i>Prom</i>. 5; Ath. XII.532d, 534d.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας (ἡ) :<br />distribution des chairs d’une victime.<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
|elrutext='''κρεᾱνομία:''' [[распределение жертвенного мяса]] (между участниками жертвенного пира) Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κρεᾱνομία:''' ἡ, [[διανομή]], διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''κρεᾱνομία:''' ἡ, [[διανομή]], διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρεᾱνομία:''' ἡ распределение жертвенного мяса (между участниками жертвенного пира) Luc.
|lstext='''κρεᾱνομία''': , διανομὴ [[κρεῶν]], Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις [[τύπος]] κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ [[κρεωνομέω]] παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κρεανομία -ας, ἡ, ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.
|mdlsjtxt=κρεᾱνομία, ἡ,<br />a [[distribution]] of [[flesh]], Luc., etc.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνομία Medium diacritics: κρεανομία Low diacritics: κρεανομία Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΙΑ
Transliteration A: kreanomía Transliteration B: kreanomia Transliteration C: kreanomia Beta Code: kreanomi/a

English (LSJ)

ἡ, distribution of meat, Theopomp.Hist.205 (pl.), IG 22.1245.5, Luc.Prom.5: pl., IG22.334.25, Porph.Abst.2.30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
distribution des chairs d'une victime.
Étymologie: κρεανόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανομία -ας, ἡ, ook κρεονομία [κρεανόμος] verdeling van het vlees.

German (Pape)

[εᾱ], ἡ, Verteilung des Fleisches der Opfertiere unter die Teilnehmer am Opferschmause, visceratio; Luc. Prom. 5; Ath. XII.532d, 534d.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾱνομία:распределение жертвенного мяса (между участниками жертвенного пира) Luc.

Greek Monolingual

κρεανομία και κρεονομία και κρεωνομία, ἡ (Α) κρεανόμος
διανομή κρέατος, ιδίως τών σφαγίων κατά τη θυσία.

Greek Monotonic

κρεᾱνομία: ἡ, διανομή, διαμοίρασμα κρέατος, σε Λουκ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνομία: ἡ, διανομὴ κρεῶν, Λατ. visceratio, Θεοπόμπ. Ἱστ. 238, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing σ. 47, Λουκ. Προμ. 5, Ἀθήν. 532D· κτλ.· ἐφθαρμένος τις τύπος κρεωνομία, ἀπαντᾷ παρὰ Πολυδ. Α΄, 34 καὶ Κλήμ. Ἀλ.· καὶ κρεωνομέω παρὰ Κυρίλ.· ἴδε Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. σ. 8.

Middle Liddell

κρεᾱνομία, ἡ,
a distribution of flesh, Luc., etc.