συσκευασία: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syskevasia
|Transliteration C=syskevasia
|Beta Code=suskeuasi/a
|Beta Code=suskeuasi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[packing up]], [[getting ready]], for a journey or march, ib.<span class="bibl">4.2.35</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[packing up]], [[getting ready]], for a journey or march, ib.4.2.35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1042.png Seite 1042]] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
}}
{{ls
|lstext='''συσκευᾰσία''': ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />préparatifs, <i>particul.</i> pour un départ <i>ou</i> une marche.<br />'''Étymologie:''' [[συσκευάζω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />préparatifs, <i>particul.</i> pour un départ <i>ou</i> une marche.<br />'''Étymologie:''' [[συσκευάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συσκευᾰσία -ας, ἡ [συσκευάζω] het pakken van bagage:. ἀμφὶ συσκευσίαν ἔχειν zich bezig houden met inpakken Xen. Cyr. 4.2.35.
}}
{{elru
|elrutext='''συσκευᾰσία:''' ἡ [[подготовка]], [[приготовления]], [[сборы]] Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συσκευᾰσία:''' ἡ, [[προετοιμασία]], [[προπαρασκευή]], [[συγκέντρωση]] και [[τακτοποίηση]] αποσκευών [[πριν]] την [[αναχώρηση]] για [[ταξίδι]] ή [[οδοιπορία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''συσκευᾰσία:''' ἡ, [[προετοιμασία]], [[προπαρασκευή]], [[συγκέντρωση]] και [[τακτοποίηση]] αποσκευών [[πριν]] την [[αναχώρηση]] για [[ταξίδι]] ή [[οδοιπορία]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συσκευᾰσία:''' ἡ подготовка, приготовления, сборы Xen.
|lstext='''συσκευᾰσία''': ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.
}}
{{elnl
|elnltext=συσκευᾰσία -ας, ἡ [συσκευάζω] het pakken van bagage:. ἀμφὶ συσκευσίαν ἔχειν zich bezig houden met inpakken Xen. Cyr. 4.2.35.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συσκευᾰσία, ἡ, [from [[συσκευάζω]]<br />a packing up, getting [[ready]], for a [[journey]] or [[march]], Xen.
|mdlsjtxt=συσκευᾰσία, ἡ, [from [[συσκευάζω]]<br />a packing up, getting [[ready]], for a [[journey]] or [[march]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκευᾰσία Medium diacritics: συσκευασία Low diacritics: συσκευασία Capitals: ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑ
Transliteration A: syskeuasía Transliteration B: syskeuasia Transliteration C: syskevasia Beta Code: suskeuasi/a

English (LSJ)

ἡ, packing up, getting ready, for a journey or march, ib.4.2.35.

German (Pape)

[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
préparatifs, particul. pour un départ ou une marche.
Étymologie: συσκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσκευᾰσία -ας, ἡ [συσκευάζω] het pakken van bagage:. ἀμφὶ συσκευσίαν ἔχειν zich bezig houden met inpakken Xen. Cyr. 4.2.35.

Russian (Dvoretsky)

συσκευᾰσία:подготовка, приготовления, сборы Xen.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συσκευάζω
νεοελλ.
1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα
2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην προστασία του και για στην αισθητική ικανοποίηση του καταναλωτή
3. φαρμακευτική σύνθεση
αρχ.
σύναξη και διευθέτηση τών σκευών για αναχώρηση ή πορεία.

Greek Monotonic

συσκευᾰσία: ἡ, προετοιμασία, προπαρασκευή, συγκέντρωση και τακτοποίηση αποσκευών πριν την αναχώρηση για ταξίδι ή οδοιπορία, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συσκευᾰσία: ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.

Middle Liddell

συσκευᾰσία, ἡ, [from συσκευάζω
a packing up, getting ready, for a journey or march, Xen.