τάμισος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tamisos
|Transliteration C=tamisos
|Beta Code=ta/misos
|Beta Code=ta/misos
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rennet</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.192</span>; δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον <span class="bibl">Theoc.7.16</span>, cf. <span class="bibl">11.66</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>577</span>, al.</span>
|Definition=ἡ, [[rennet]], Hp.''Mul.''2.192; δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Theoc.7.16, cf. 11.66, Nic.''Th.''577, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] ἡ, dor. für [[πυτία]], Lab, [[δέρμα]] [[νέας]] ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1066.png Seite 1066]] ἡ, dor. für [[πυτία]], Lab, [[δέρμα]] [[νέας]] ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />[[présure]].<br />'''Étymologie:''' DELG ταμεῖν de [[τέμνω]] ; cf. [[σχίζειν]] τὸ [[γάλα]] « trancher le lait ».
}}
{{elru
|elrutext='''τάμῐσος:''' (ᾰ) ἡ (= атт. [[πυτία]]) молочная закваска, сычуг Theocr.
}}
{{ls
|lstext='''τάμῐσος''': [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ [[πυετία]], ἡ [[πυτία]], δέρμα [[νέας]] ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῖαν ἐνεῖσα», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ταμ</i>- του [[τέμνω]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔταμ</i>-<i>ον</i>) με [[επίθημα]] -<i>σος</i>, που απαντά σε ονομασίες [[φυτών]] ή οργάνων (<b>πρβλ.</b> [[κύτισος]], [[μάδισος]]). Η σημασιολογική [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[τέμνω]] δικαιολογείται από το [[γεγονός]] ότι η <i>πυτιά</i> [[είναι]] ένζυμο που βοηθά στην [[πήξη]] του γάλακτος, δηλ. στον διαχωρισμό (από όπου η σημ. του [[τέμνω]]) της τυρώδους ουσίας από τον ορό (<b>πρβλ.</b> και τη φρ. [[σχίζω]] [[γάλα]] με σημ. «[[πήζω]] [[γάλα]]» ή τη φρ. το [[γάλα]] έκοψε</i> [[ή κόπηκε]], που δηλώνει ακριβώς την [[ίδια]] διεργασία διαχωρισμού σε τυρώδη [[ουσία]] και ορό του γάλακτος που δεν [[είναι]] [[φρέσκο]] και έχει υποστεί [[ζύμωση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τάμῐσος:''' [ᾰ], ἡ, πυτιά (ένζυμο που το χρησιμοποιούν οι τυροκόμοι για το [[πήξιμο]] του τυριού), σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰ́μῐσος, ἡ,<br />rennet, Theocr.
}}
{{FriskDe
|ftr='''τάμισος''': {támisos}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Lab]] (Hp., Theok., Nik.)<br />'''Derivative''': mit [[ταμισίνης]] [[τυρός]] [[mit Lab zubereiteter Käse]] (Diokl. ''Fr''.; wie [[ὀξίνης]] u.a.), -ιον n. = ''coagulum'' (Gloss.).<br />'''Etymology''': Zu ταμεῖν mit demselben Ausgang wie in [[μάδισος]], [[κύτισος]] (vgl. Chantraine Form. 435, Schwyzer 516f.). Die Bed. entwicklung erhellt aus γαλατμόν = [[λάχανον]] ἄγριον (als Labmittel) und aus σχίζειν τὸ [[γάλα]] [[die Milch gerinnen machen]] (Dsk.). Fick BB 28, 108.<br />'''Page''' 2,850-851
}}
}}

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐσος Medium diacritics: τάμισος Low diacritics: τάμισος Capitals: ΤΑΜΙΣΟΣ
Transliteration A: támisos Transliteration B: tamisos Transliteration C: tamisos Beta Code: ta/misos

English (LSJ)

ἡ, rennet, Hp.Mul.2.192; δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Theoc.7.16, cf. 11.66, Nic.Th.577, al.

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, dor. für πυτία, Lab, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
présure.
Étymologie: DELG ταμεῖν de τέμνω ; cf. σχίζειν τὸ γάλα « trancher le lait ».

Russian (Dvoretsky)

τάμῐσος: (ᾰ) ἡ (= атт. πυτία) молочная закваска, сычуг Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

τάμῐσος: [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ πυετία, ἡ πυτία, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῖαν ἐνεῖσα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ- του τέμνω (πρβλ. αόρ. β' ἔταμ-ον) με επίθημα -σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η σημασιολογική σύνδεση του τ. με το ρ. τέμνω δικαιολογείται από το γεγονός ότι η πυτιά είναι ένζυμο που βοηθά στην πήξη του γάλακτος, δηλ. στον διαχωρισμό (από όπου η σημ. του τέμνω) της τυρώδους ουσίας από τον ορό (πρβλ. και τη φρ. σχίζω γάλα με σημ. «πήζω γάλα» ή τη φρ. το γάλα έκοψε ή κόπηκε, που δηλώνει ακριβώς την ίδια διεργασία διαχωρισμού σε τυρώδη ουσία και ορό του γάλακτος που δεν είναι φρέσκο και έχει υποστεί ζύμωση].

Greek Monotonic

τάμῐσος: [ᾰ], ἡ, πυτιά (ένζυμο που το χρησιμοποιούν οι τυροκόμοι για το πήξιμο του τυριού), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τᾰ́μῐσος, ἡ,
rennet, Theocr.

Frisk Etymology German

τάμισος: {támisos}
Grammar: f.
Meaning: Lab (Hp., Theok., Nik.)
Derivative: mit ταμισίνης τυρός mit Lab zubereiteter Käse (Diokl. Fr.; wie ὀξίνης u.a.), -ιον n. = coagulum (Gloss.).
Etymology: Zu ταμεῖν mit demselben Ausgang wie in μάδισος, κύτισος (vgl. Chantraine Form. 435, Schwyzer 516f.). Die Bed. entwicklung erhellt aus γαλατμόν = λάχανον ἄγριον (als Labmittel) und aus σχίζειν τὸ γάλα die Milch gerinnen machen (Dsk.). Fick BB 28, 108.
Page 2,850-851