εὔσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyskopos
|Transliteration C=eyskopos
|Beta Code=eu)/skopos
|Beta Code=eu)/skopos
|Definition=Ep. [[ἐΰσκοπος]], ον, ([[σκοπέω]])<br><span class="bld">A</span> [[keen-sighted]], [[watchful]], ἐΰσκοπος [[Ἀργεϊφόντης]] Il.24.24, Od.7.137; of [[Artemis]], 11.198 (cf. ''ΙΙ''); of [[Heracles]], Theoc.25.143; of [[Pan]], Orph.H.11.9; of men, AP11.112 (Nicarch.).<br><span class="bld">2</span> [[far-seen]], of stars and light, Ar.Ec.2 ([[varia lectio|v.l.]]), A.R.4.1716; of places, [[commanding a wide view]], τὰ εὐσκοπώτατα X.Cyr.6.3.2, cf. Arist.HA628a11 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[εὐσκεπής|εὐσκεπῆ]]), Plu.Cat.Ma.13.<br><span class="bld">II</span> ([[σκοπός]]) [[shooting well]], of [[unerring]] [[aim]] (as some explain Od.11.198), of [[Apollo]], Orac. ap. Hdt.5.61; [[Βριτόμαρτις]] Call.Dian.190; τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη A.Ch.694; εὐσκοπώτερα [[βάλλειν]] Hld.9.5. Adv. [[εὐσκόπως]], [[βάλλειν]] Ph.2.355: metaph., [[ἐξομοιοῦν]] Id.1.681; εὐ. ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Philostr. VS2.1.9.
|Definition=Ep. [[ἐΰσκοπος]], ον, ([[σκοπέω]])<br><span class="bld">A</span> [[keen-sighted]], [[watchful]], ἐΰσκοπος [[Ἀργεϊφόντης]] Il.24.24, Od.7.137; of [[Artemis]], 11.198 (cf. ''ΙΙ''); of [[Heracles]], Theoc.25.143; of [[Pan]], Orph.H.11.9; of men, AP11.112 (Nicarch.).<br><span class="bld">2</span> [[far-seen]], of stars and light, Ar.Ec.2 ([[varia lectio|v.l.]]), A.R.4.1716; of places, [[commanding a wide view]], τὰ εὐσκοπώτατα X.Cyr.6.3.2, cf. Arist.HA628a11 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[εὐσκεπής|εὐσκεπῆ]]), Plu.Cat.Ma.13.<br><span class="bld">II</span> ([[σκοπός]]) [[shooting well]], of [[unerring]] [[aim]] (as some explain Od.11.198), of [[Apollo]], Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]5.61; [[Βριτόμαρτις]] Call.Dian.190; τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη A.Ch.694; εὐσκοπώτερα [[βάλλειν]] Hld.9.5. Adv. [[εὐσκόπως]], [[βάλλειν]] Ph.2.355: metaph., [[ἐξομοιοῦν]] Id.1.681; εὐ. ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Philostr. VS2.1.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰσκοπος]];<br />ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui voit de loin <i>ou</i> au loin;<br /><b>2</b> qui vise bien, qui atteint le but;<br /><b>II.</b> bien en vue, visible;<br /><i>Sp.</i> εὐσκοπώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκοπέω]].
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰσκοπος]];<br />ος, ον :<br /><b>I. 1</b> [[qui voit de loin]] <i>ou</i> au loin;<br /><b>2</b> [[qui vise bien]], [[qui atteint le but]];<br /><b>II.</b> [[bien en vue]], [[visible]];<br /><i>Sp.</i> εὐσκοπώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκοπέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔσκοπος:'''<br /><b class="num">I</b> эп. [[ἐΰσκοπος]] [[σκοπέω]]<br /><b class="num">1)</b> [[далеко видящий]], [[зоркий]] (Ἀργεϊφόντης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[издали заметный]], [[хорошо видный]] ([[τόπος]] Arst.; κεραῖαι Plut.): ἐν εὐσκόποισιν Arph. на видном месте;<br /><b class="num">3)</b> (о местностях) дающий широкий кругозор: τὰ εὐσκοπώτατα Xen. лучшие для наблюдателя пункты.<br /><b class="num">II</b> эп. [[ἐΰσκοπος]] 2 [[σκοπός]] бьющий без промаха, меткий ([[Ἄρτεμις]] Hom.; τόξα Aesch., [[Ἡρακλῆς]] Theocr.).
|elrutext='''εὔσκοπος:'''<br /><b class="num">I</b> эп. [[ἐΰσκοπος]] [[σκοπέω]]<br /><b class="num">1</b> [[далеко видящий]], [[зоркий]] (Ἀργεϊφόντης Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[издали заметный]], [[хорошо видный]] ([[τόπος]] Arst.; κεραῖαι Plut.): ἐν εὐσκόποισιν Arph. на видном месте;<br /><b class="num">3</b> (о местностях) дающий широкий кругозор: τὰ εὐσκοπώτατα Xen. лучшие для наблюдателя пункты.<br /><b class="num">II</b> эп. [[ἐΰσκοπος]] 2 [[σκοπός]] бьющий без промаха, меткий ([[Ἄρτεμις]] Hom.; τόξα Aesch., [[Ἡρακλῆς]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 12:00, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσκοπος Medium diacritics: εὔσκοπος Low diacritics: εύσκοπος Capitals: ΕΥΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: eúskopos Transliteration B: euskopos Transliteration C: eyskopos Beta Code: eu)/skopos

English (LSJ)

Ep. ἐΰσκοπος, ον, (σκοπέω)
A keen-sighted, watchful, ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης Il.24.24, Od.7.137; of Artemis, 11.198 (cf. ΙΙ); of Heracles, Theoc.25.143; of Pan, Orph.H.11.9; of men, AP11.112 (Nicarch.).
2 far-seen, of stars and light, Ar.Ec.2 (v.l.), A.R.4.1716; of places, commanding a wide view, τὰ εὐσκοπώτατα X.Cyr.6.3.2, cf. Arist.HA628a11 (nisi leg. εὐσκεπῆ), Plu.Cat.Ma.13.
II (σκοπός) shooting well, of unerring aim (as some explain Od.11.198), of Apollo, Orac. ap. Hdt.5.61; Βριτόμαρτις Call.Dian.190; τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη A.Ch.694; εὐσκοπώτερα βάλλειν Hld.9.5. Adv. εὐσκόπως, βάλλειν Ph.2.355: metaph., ἐξομοιοῦν Id.1.681; εὐ. ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Philostr. VS2.1.9.

German (Pape)

[Seite 1098] ep. ἐΰσκοπος, 1) gut sehend, spähend, Hermes, Il. 24, 24 Od. 1, 38; Hymn.; Artemis, Od. 11, 198; Callim. Dian. 190, wo es wie bei Apollo orac. Her. 5, 61 auch "gut zielend, gut treffend" sein kann; Herakles, Theocr. 25, 143; vom Pan, Orph. H. 11, 9; auch τόξα πρόσωθεν εὔσκοπα, aus der Ferne gut treffend, Aesch. Ch. 683. – 21 was gut zu sehen ist, weit sichtbar, Ar. Eccl. 2; σκοποὺς ἀεὶ ἀναβιβάζων ἐπὶ τὰ πρόσθεν εὐσκοπώτατα, von wo man weit sehen konnte, eine weite Aussicht gewährend, Xen. Cyr. 6, 3, 2; vgl. Arist. H. A. 9, 41; σημεῖα ἔθεντο πρός τινας εὐσκόπους κεραίας Plut. Cat. min. 13; – εὔσκοπα βάλλειν, adverbial, sicher treffend schießen, auch εὐσκόπως βάλλειν, Sp.; übtr., εὐσκόπως ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Philostr. soph. 2, 1, 19 u. Philo, treffend antworten.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰσκοπος;
ος, ον :
I. 1 qui voit de loin ou au loin;
2 qui vise bien, qui atteint le but;
II. bien en vue, visible;
Sp. εὐσκοπώτατος.
Étymologie: εὖ, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

εὔσκοπος:
I эп. ἐΰσκοπος σκοπέω
1 далеко видящий, зоркий (Ἀργεϊφόντης Hom.);
2 издали заметный, хорошо видный (τόπος Arst.; κεραῖαι Plut.): ἐν εὐσκόποισιν Arph. на видном месте;
3 (о местностях) дающий широкий кругозор: τὰ εὐσκοπώτατα Xen. лучшие для наблюдателя пункты.
II эп. ἐΰσκοπος 2 σκοπός бьющий без промаха, меткий (Ἄρτεμις Hom.; τόξα Aesch., Ἡρακλῆς Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔσκοπος: Ἐπικ. ἐΰσκοπος, ον, (σκοπέω) ὁ καλῶς σκοπῶν, ὀξυδερκής, ἄγρυπνος, ἐΰσκοπος Ἀργειφόντης Ἰλ. Ω. 24, 109, Ὀδ. Η. 137∙ ἅπαξ ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Λ. 198 (ἴδε κατωτ.)∙ ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Θεόκρ. 25. 143∙ περὶ τοῦ Πανός, Ὀρφ. Ὕμν. 12. 9∙ ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀνθ. Π. 11. 112. 2) ὁ ἐν μεγάλῃ ἀποστάσει ὁρώμενος, ἐπὶ ἀστέρων καὶ φωτός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 2, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1716 ἐπὶ τόπων, ἔχων ἐκτεταμένην θέαν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 5, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 13. ΙΙ. (σκοπὸς) ἄγαθὸς σκοπευτής, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, ἐΰσκοπος ἰοχέαιρα, «ἡ εὖ καταστοχαζομένη τοῦ σκοποῦ» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 198∙ ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 61, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἥραν 190∙ τόξοις πρόσωθεν εὐσκόποις χειρουμένη Αἰσχύλ. Χο. 694∙ οὕτω παρὰ μεταγεν., εὔσκοπα βάλλειν, τοξεύειν Ἡλιόδ. 9. 5∙ πρβλ. εὔστοχος. - Ἐπίρρ. -πως, Φίλων 2. 372∙ εὐσκ. ἔχειν τῶν ἀποκρίσεων Φιλόστρ. 556.

Greek Monolingual

(I)
εὔσκοπος και έΰσκοπος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει καλά, ο οξυδερκής, ο άγρυπνος («ἐΰσκοπος Ἀργεϊφόντης», Ομ. Ιλ.)
2. (για αστρίες και για φως) αυτός που διακρίνεται από μεγάλη απόσταση
3. (για τόπους) αυτός που έχει εκτεταμένη θέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σκοπος (< σκέπτομαι), πρβλ. από-σκοπος, κατά-σκοπος].
(II)
εὔσκοπος και ἐΰσκοπος, -ον (Α)
1. (για τον Απόλλωνα) αυτός που σκοπεύει καλά, ο καλός σκοπευτής
2. (για τόξο) αυτό που χτυπάει τον στόχο του, που ευστοχεί.
επίρρ...
εὐσκόπως (ΑΜ)
με ευστοχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκοπός «στόχος»].

Greek Monotonic

εὔσκοπος: Επικ. ἐΰ-σκ-, -ον (σκοπέω),
I. 1. αυτός που έχει οξεία όραση, οξυδερκής, άγρυπνος, σε Όμηρ.
2. αυτός που αντικρίζεται σε μεγάλη απόσταση ή απαιτεί εκτεταμένη θέα, σε Ξεν.
II. (σκοπός) αυτός που πλήττει καίρια, λέγεται για αλάνθαστο χτύπημα, σε Χρήσμ. παρά Ηροδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

σκοπέω
I. sharp-seeing, keen-sighted, watchful, Hom.
2. far-seen or commanding a wide view, Xen.
II. (σκοπόσ) shooting well, of unerring aim, Orac. ap. Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

well-aimed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)