περισφύριος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perisfyrios | |Transliteration C=perisfyrios | ||
|Beta Code=perisfu/rios | |Beta Code=perisfu/rios | ||
|Definition=[ῠ], ον, < | |Definition=[ῠ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[round the ankle]], δράκων ''AP''6.207.7 (Arch.).<br><span class="bld">II</span> Subst. περισφύριον, τό, [[anklet]], [[Herodotus|Hdt.]]4.176, ''AP''6.172, S.E. ''P.''3.201. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] um die Knöchel od. Füße, sie umgebend, [[δράκων]], Archi. 5 (VI, 207). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] um die Knöchel od. Füße, sie umgebend, [[δράκων]], Archi. 5 (VI, 207). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville <i>ou</i> de la chaussure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σφύρα. | |btext=ος, ον :<br />qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville <i>ou</i> de la chaussure des femmes.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σφύρα. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περισφύριος en περίσφυρος -ον [[[περί]], [[σφυρόν]]] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περισφύριος:''' (ῠ) обвивающий (в виде украшения) лодыжку ([[δράκων]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[περισφύριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην [[περιοχή]] τών σφυρών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισφύριο</i>(<i>ν</i>)<br />γυναικείο [[κόσμημα]] που φοριέται [[πάνω]] σε [[γυμνό]] [[πόδι]], [[γύρω]] από τα σφυρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάλυμμα]] από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή [[δέρμα]] που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, [[γκέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=-α, -ο / [[περισφύριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην [[περιοχή]] τών σφυρών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισφύριο</i>(<i>ν</i>)<br />γυναικείο [[κόσμημα]] που φοριέται [[πάνω]] σε [[γυμνό]] [[πόδι]], [[γύρω]] από τα σφυρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάλυμμα]] από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή [[δέρμα]] που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, [[γκέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[επισφύριος]], [[παρασφύριος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περισφύριος:''' [ῠ], -ον (σφῠρόν),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[περισφύριον]], <i>τό</i>, [[βραχιόλι]] γύρω από τον αστράγαλο, [[βραχιόλι]] ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ. | |lsmtext='''περισφύριος:''' [ῠ], -ον (σφῠρόν),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ. [[περισφύριον]], <i>τό</i>, [[βραχιόλι]] γύρω από τον αστράγαλο, [[βραχιόλι]] ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περισφύριος''': [ῠ], -ον, ὁ περὶ τὰ σφυρά, [[δράκων]] Ἀνθ. Π. 6, 207· πέδαι Κλήμ. Ἀλεξ. 244. ΙΙ. περισφύριον, τό, [[κόσμημα]] [[γυναικεῖον]] περὶ τὰ σφυρά, Ἡρόδ. 4. 176, Ἀνθ. Π. 6. 172. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περισφῠ́ριος, ον, [σφῠρόν]<br /><b class="num">I.</b> [[round]] the [[ankle]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 4 September 2023
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A round the ankle, δράκων AP6.207.7 (Arch.).
II Subst. περισφύριον, τό, anklet, Hdt.4.176, AP6.172, S.E. P.3.201.
German (Pape)
[Seite 595] um die Knöchel od. Füße, sie umgebend, δράκων, Archi. 5 (VI, 207).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entoure la cheville ; τὸ περισφύριον, ornement autour de la cheville ou de la chaussure des femmes.
Étymologie: περί, σφύρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισφύριος en περίσφυρος -ον [περί, σφυρόν] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband.
Russian (Dvoretsky)
περισφύριος: (ῠ) обвивающий (в виде украшения) лодыжку (δράκων Anth.).
Greek Monolingual
-α, -ο / περισφύριος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην περιοχή τών σφυρών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περισφύριο(ν)
γυναικείο κόσμημα που φοριέται πάνω σε γυμνό πόδι, γύρω από τα σφυρά
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. κάλυμμα από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή δέρμα που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται κυρίως από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, γκέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σφυρόν + κατάλ. -ιος (πρβλ. επισφύριος, παρασφύριος)].
Greek Monotonic
περισφύριος: [ῠ], -ον (σφῠρόν),
I. αυτός που βρίσκεται γύρω από τον αστράγαλο, σε Ανθ.
II. ως ουσ. περισφύριον, τό, βραχιόλι γύρω από τον αστράγαλο, βραχιόλι ποδιού, σε Ηρόδ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
περισφύριος: [ῠ], -ον, ὁ περὶ τὰ σφυρά, δράκων Ἀνθ. Π. 6, 207· πέδαι Κλήμ. Ἀλεξ. 244. ΙΙ. περισφύριον, τό, κόσμημα γυναικεῖον περὶ τὰ σφυρά, Ἡρόδ. 4. 176, Ἀνθ. Π. 6. 172.
Middle Liddell
περισφῠ́ριος, ον, [σφῠρόν]
I. round the ankle, Anth.
II. as substantive