δυσπαλής: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πᾰλής, ές [[πάλη]]<br />[[hard]] to [[wrestle]] with, Aesch. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]πᾰλής, ές [[πάλη]]<br />[[hard]] to [[wrestle]] with, Aesch. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[irresistible]]=== | |||
Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: [[onweerstaanbaar]]; Finnish: vastustamaton; French: [[irrésistible]]; Galician: irresistible, irresistíbel; German: [[unwiderstehlich]]; Greek: [[ακαταμάχητος]]; Ancient Greek: [[ἄαπτος]], [[ἀβιαστικός]], [[ἀβίαστος]], [[ἀδήριτος]], [[ἄητος]], [[ἀκατακράτητος]], [[ἀκατάπαυστος]], [[ἀμαιμάκετος]], [[ἀμάχανος]], [[ἀμάχετος]], [[ἀμάχητος]], [[ἄμαχος]], [[ἀμήχανος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνύποιστος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπροσάντητος]], [[ἀπροσμάχητος]], [[ἀπρόσμαχος]], [[ἀπρόσοιστος]], [[ἄσχετος]], [[ἀφόρητος]], [[δεινός]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσπαλής]], [[δυσυπόστατος]], [[φορητός]]; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: [[irresistibile]]; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: [[irresistível]]; Romanian: irezistibil; Russian: [[неотразимый]]; Spanish: [[irresistible]]; Swedish: oemotståndlig | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:28, 7 November 2023
English (LSJ)
δυσπαλές,
A hard to wrestle with, δίνα Id.Eu.559 (lyr.); difficult, c. inf., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Pi.O.8.25, cf.P.4.273, Cerc.Fr.Oxy.26.
2 dangerous, noxious, ῥίζαι A.R.4.52.
3 stubborn, Nicom.Harm. 3.
Spanish (DGE)
(δυσπᾰλής) -ές
1 irresistible δίνα A.Eu.559
•que es una lucha difícil ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ ... δυσπαλές difícil lucha es dirimir con juicio recto Pi.O.8.25, cf. P.4.273, Cerc.18.
2 fig. resistente al cambio ἐποχαί op. εὐκύμαντος Nicom.Harm.3.
3 peligroso, nocivo ῥίζαι A.R.4.52.
German (Pape)
[Seite 686] ές, wogegen schwer zu ringen ist; δίνη Aesch. Eum. 509; übh. = schwierig, δυσπαλές ἐστι, c. inf., Pind. Ol. 8 25 P. 4, 273; ῥίζαι, wogegen man sich schwer schützen kann, Ap. Rh. 4, 52.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
irrésistible.
Étymologie: δυσ-, πάλη.
Russian (Dvoretsky)
δυσπᾰλής:
1 Aesch. = δυσπάλαιστος;
2 крайне трудный Pind.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπᾰλής: -ές, δυσπάλαιστος, δίνη Αἰσχύλ. Εὐμ. 559· δύσκολος, μετ’ ἀπαρ., διακρίνειν… δυσπαλές [ἐστι] Πίνδ. Ο. 8. 33, πρβλ. Π. 4. 448. 2) κινδυνώδης, βλαβερός, ῥίζαι Ἀπολλών. Ρόδ. Δ. 52.
English (Slater)
δυσπᾰλής hard to wrestle with, met., difficult ὀρθᾷ διακρῖναι φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (sc. ἐστί) (O. 8.25) ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται (P. 4.273)
Greek Monolingual
δυσπαλής, -ές (Α)
1. δυσπάλαιστος
2. δύσκολος
3. δύσκαμπτος, σκληρός
4. επιβλαβής.
Greek Monotonic
δυσπᾰλής: -ές (πάλη), δύσκολος στο να παλέψει κάποιος μαζί του, ακατανίκητος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δυσ-πᾰλής, ές πάλη
hard to wrestle with, Aesch.
Translations
irresistible
Asturian: irresistible; Bulgarian: неотразим, неудържим; Catalan: irresistible; Chinese Mandarin: 不可抗拒; Czech: neodolatelný; Dutch: onweerstaanbaar; Finnish: vastustamaton; French: irrésistible; Galician: irresistible, irresistíbel; German: unwiderstehlich; Greek: ακαταμάχητος; Ancient Greek: ἄαπτος, ἀβιαστικός, ἀβίαστος, ἀδήριτος, ἄητος, ἀκατακράτητος, ἀκατάπαυστος, ἀμαιμάκετος, ἀμάχανος, ἀμάχετος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμήχανος, ἀνανταγώνιστος, ἀνύποιστος, ἀνυπόστατος, ἀπαραίτητος, ἀπροσάντητος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, ἀπρόσοιστος, ἄσχετος, ἀφόρητος, δεινός, δυσκαρτέρητος, δυσπαλής, δυσυπόστατος, φορητός; Hungarian: ellenállhatatlan; Italian: irresistibile; Japanese: 逆らえない, 抗えない; Manx: neuhassooagh-noi; Maori: mōtohe; Norwegian Bokmål: uimotståelig; Nynorsk: uimotståeleg; Polish: nieodparty; Portuguese: irresistível; Romanian: irezistibil; Russian: неотразимый; Spanish: irresistible; Swedish: oemotståndlig