νεοσσεύω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neosseyo | |Transliteration C=neosseyo | ||
|Beta Code=neosseu/w | |Beta Code=neosseu/w | ||
|Definition=Att. [[νεοττεύω]], Ion. and Hellenistic [[νοσσεύω]],<br><span class="bld">A</span> [[hatch]], ἐνεόττευσεν γένος [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''699.<br><span class="bld">2</span> [[build]] a [[nest]], Arist.''HA''559a4, etc.; μελιττῶν ἐν τῷ στήθει τοῦ λέοντος νενοσσευκότων J.''AJ''5.8.6: metaph., [σοφία] θεμέλιον αἰῶνος ἐνόσσευσε [[LXX]] ''Si.''1.15:—Pass., [[ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα]] = [[as many species of birds as had their nests]], [[Herodotus|Hdt.]]1.159. | |Definition=Att. [[νεοττεύω]], Ion. and Hellenistic [[νοσσεύω]],<br><span class="bld">A</span> [[hatch]], ἐνεόττευσεν γένος [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''699.<br><span class="bld">2</span> [[build]] a [[nest]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''559a4, etc.; μελιττῶν ἐν τῷ στήθει τοῦ λέοντος νενοσσευκότων J.''AJ''5.8.6: metaph., [σοφία] θεμέλιον αἰῶνος ἐνόσσευσε [[LXX]] ''Si.''1.15:—Pass., [[ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα]] = [[as many species of birds as had their nests]], [[Herodotus|Hdt.]]1.159. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 21:55, 24 November 2023
English (LSJ)
Att. νεοττεύω, Ion. and Hellenistic νοσσεύω,
A hatch, ἐνεόττευσεν γένος Ar.Av.699.
2 build a nest, Arist.HA559a4, etc.; μελιττῶν ἐν τῷ στήθει τοῦ λέοντος νενοσσευκότων J.AJ5.8.6: metaph., [σοφία] θεμέλιον αἰῶνος ἐνόσσευσε LXX Si.1.15:—Pass., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα = as many species of birds as had their nests, Hdt.1.159.
German (Pape)
[Seite 244] s. das att. νεοττεύω u. das ion. νοσσεύω.
French (Bailly abrégé)
1 faire éclore;
2 faire son nid, nicher.
Étymologie: νεοττός.
Russian (Dvoretsky)
νεοσσεύω: атт. νεοττεύω
1 высиживать, выводить (γένος Arph.);
2 вить гнездо Arst.: νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα Her. гнездящиеся виды птиц.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσσεύω: Ἀττ. νεοττεύω, ἐπῳάζω, κλωσσῶ, ἢ ἐκκολάπτω νεοσσούς, «ξεκλωσσῶ», «ξεπουλιάζω», ἐνεόττευσεν γένος Ἀριστ. Ὄρν. 699. 2) κατασκευάζω φωλεάν, Λατ. nidificare, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6, κτλ.· - Παθ., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, ὅσα εἶχον τὰς φωλεάς των, Ἡροδ. 1. 159. - Παρὰ τοῖς Ἑβδ. εὑρίσκομεν τὸν τύπον νοσσεύω, καὶ παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ κοινὴ γραφὴ εἶναι νενοσσευμένα, ἀλλ’ εἶναι ἡμαρτημένη, ὡς φαίνεται ἐκ τῆς παρ’ αὐτῷ χρήσεως τοῦ τύπου νεοσσιή.
Greek Monolingual
(ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) νεοσσός
κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς
μσν.
μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ
μσν.-αρχ.
(κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι
φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.)
αρχ.
κατασκευάζω νεοσσιά, φτιάχνω φωλιά.
Greek Monotonic
νεοσσεύω: (νεοσσός), Αττ. νεοττεύω, μέλ. -σω,
1. κλώθω, επωάζω, σε Αριστοφ.
2. χτίζω φωλιά — Παθ., ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα, όσα είχαν χτισμένες τις φωλιές τους, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
νεοσσεύω, νεοσσός
1. to hatch, Ar.
2. to build a nest:—Pass., ὅσα ἦν νενεοσσευμένα ὀρνίθων γένεα as many as had their nests built, Hdt.