πρωτοτόκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(6_6)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prototokos
|Transliteration C=prototokos
|Beta Code=prwtoto/kos
|Beta Code=prwtoto/kos
|Definition=(parox.), Dor. πρᾱτοτόκος, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing</b> or <b class="b2">having borne her first-born</b>, <b class="b3">μήτηρ π</b>., of a heifer, <span class="bibl">Il.17.5</span>; αἴξ <span class="bibl">Theoc. 5.27</span>; <b class="b3">ὗς, ταὧς</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>546a12</span>, <span class="bibl">564a30</span>; κύων Dsc.2.70.6; of women, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>151c</span>,<span class="bibl">161a</span>; νύμφη <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>193</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> proparox. <b class="b3">πρωτότοκος, ον</b>, Pass.,<b class="b2">first-born</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>22.21</span>,al., <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>2.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLips.</span> 28.15</span> (iv A.D.), <span class="bibl">Man.3.9</span>; τὰ π. τῶν προβάτων <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>4.4</span>, cf. <b class="b2">PMag. Osl</b>.<span class="bibl">1.312</span>; π. ἐγὼ ἢ σύ <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ki.</span>19.43</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., π. πάσης κτίσεως <span class="bibl"><span class="title">Ep.Col.</span>1.15</span>; of Homer, opp. Nicander, <span class="title">AP</span>9.213.</span>
|Definition=(parox.), Dor. [[πρατοτόκος]], πρωτοτόκον,<br><span class="bld">A</span> [[bearing her first-born]] or [[having borne her first-born]], [[μήτηρ]] πρωτοτόκος, of a [[heifer]], Il.17.5; [[αἴξ]] Theoc. 5.27; [[ὗς]], [[ταὧς]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''546a12, 564a30; [[κύων]] Dsc.2.70.6; of [[women]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''151c,161a; [[νύμφη]] Orph.''L.''193.<br><span class="bld">II</span> proparox. [[πρωτότοκος]], [[πρωτοτόκον]], Pass., [[first-born]], [[LXX]] ''Ge.''22.21,al., ''Ev.Luc.''2.7, ''PLips.'' 28.15 (iv A.D.), Man.3.9; τὰ πρωτοτόκα τῶν [[πρόβατον|προβάτων]] [[LXX]] ''Ge.''4.4, cf. PMag. Osl.1.312; πρωτοτόκος ἐγὼ ἢ σύ [[LXX]] ''2 Ki.''19.43.<br><span class="bld">2</span> metaph., πρωτοτόκος πάσης [[κτίσις|κτίσεως]] ''Ep.Col.''1.15; of [[Homer]], opp. [[Nicander]], ''AP''9.213.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0806.png Seite 806]] zuerst, zum ersten Male gebärend od. geboren habend; [[μήτηρ]] [[πρωτοτόκος]], οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο, Il. 17, 5, von einer Kuh; – von Frauen; Plat. Theaet. 151 c; Maneth. 3, 9. – Aber mit verändertem Ton, πρωτότοκος, erstgeboren, Ep. ad. 567 (IX, 213).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0806.png Seite 806]] zuerst, zum ersten Male gebärend od. geboren habend; [[μήτηρ]] [[πρωτοτόκος]], οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο, Il. 17, 5, von einer Kuh; – von Frauen; Plat. Theaet. 151 c; Maneth. 3, 9. – Aber mit verändertem Ton, πρωτότοκος, erstgeboren, Ep. ad. 567 (IX, 213).
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. f.</i><br />[[qui met bas pour la première fois]].<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[τίκτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτοτόκος -ον &#91;[[πρῶτος]], [[τίκτω]]] Dor. gen. πρᾱτοτόκοιο, [[voor het eerst barend]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτοτόκος:''' дор. [[πρατοτόκος|πρᾱτοτόκος]] adj. f [[первородящая]] или [[впервые родившая]] ([[μήτηρ]] Hom., Plat.; ὗς Arst.; [[αἴξ]] Theocr.).
}}
{{Autenrieth
|auten=([[τίκτω]]): [[about]] to [[bear]] (‘[[come]] in’) [[for]] the [[first]] [[time]], of a [[heifer]], Il. 17.5†.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[πρωτοτόκος]], -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, -ον, Α<br />(για γυναίκες [[αλλά]] και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη [[φορά]], ο [[πρωτόγεννος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρωτοτόκως</i> Μ<br />με τον πρώτο τοκετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρωτοτόκος:''' Δωρ. πρᾱτο-, -ον ([[τίκτω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[γυναίκα]] που γεννά πρώτη [[φορά]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[πρωτότοκος]], <i>-ον</i>, Παθ., αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]], σε Ανθ., Κ.Δ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτοτόκος''': Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ [[πρώτως]] τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. [[μήτηρ]], ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. 5· αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.
|lstext='''πρωτοτόκος''': Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ [[πρώτως]] τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. [[μήτηρ]], ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. 5· αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[cf. [[πρωτότοκος]] [[τίκτω]]<br />[[bearing]] her [[first]]-[[born]], Il., Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοτόκος Medium diacritics: πρωτοτόκος Low diacritics: πρωτοτόκος Capitals: ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: prōtotókos Transliteration B: prōtotokos Transliteration C: prototokos Beta Code: prwtoto/kos

English (LSJ)

(parox.), Dor. πρατοτόκος, πρωτοτόκον,
A bearing her first-born or having borne her first-born, μήτηρ πρωτοτόκος, of a heifer, Il.17.5; αἴξ Theoc. 5.27; ὗς, ταὧς, Arist.HA546a12, 564a30; κύων Dsc.2.70.6; of women, Pl.Tht.151c,161a; νύμφη Orph.L.193.
II proparox. πρωτότοκος, πρωτοτόκον, Pass., first-born, LXX Ge.22.21,al., Ev.Luc.2.7, PLips. 28.15 (iv A.D.), Man.3.9; τὰ πρωτοτόκα τῶν προβάτων LXX Ge.4.4, cf. PMag. Osl.1.312; πρωτοτόκος ἐγὼ ἢ σύ LXX 2 Ki.19.43.
2 metaph., πρωτοτόκος πάσης κτίσεως Ep.Col.1.15; of Homer, opp. Nicander, AP9.213.

German (Pape)

[Seite 806] zuerst, zum ersten Male gebärend od. geboren habend; μήτηρ πρωτοτόκος, οὐ πρὶν εἰδυῖα τόκοιο, Il. 17, 5, von einer Kuh; – von Frauen; Plat. Theaet. 151 c; Maneth. 3, 9. – Aber mit verändertem Ton, πρωτότοκος, erstgeboren, Ep. ad. 567 (IX, 213).

French (Bailly abrégé)

adj. f.
qui met bas pour la première fois.
Étymologie: πρῶτος, τίκτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοτόκος -ον [πρῶτος, τίκτω] Dor. gen. πρᾱτοτόκοιο, voor het eerst barend.

Russian (Dvoretsky)

πρωτοτόκος: дор. πρᾱτοτόκος adj. f первородящая или впервые родившая (μήτηρ Hom., Plat.; ὗς Arst.; αἴξ Theocr.).

English (Autenrieth)

(τίκτω): about to bear (‘come in’) for the first time, of a heifer, Il. 17.5†.

Greek Monolingual

-ο / πρωτοτόκος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, -ον, Α
(για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος.
επίρρ...
πρωτοτόκως Μ
με τον πρώτο τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -τόκος (< τόκος < τίκτω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Greek Monotonic

πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾱτο-, -ον (τίκτω),·
I. γυναίκα που γεννά πρώτη φορά, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
II. προπαροξ., πρωτότοκος, -ον, Παθ., αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε Ανθ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοτόκος: Δωρ. πρᾰτοτόκος, ον, ἡ πρώτως τετοκυῖα, ἡ πρώτην φορὰν γεννήσασα, κοινῶς «πρωτάρα», πρ. μήτηρ, ἐπὶ δαμάλεως, Ἰλ. Ρ. 5· αἴξ Θεόκρ. 5. 27· ὗς, ταὧς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20., 6. 9, 2· ἐπὶ γυναικῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 151C, 161Α, Ἀνθ. Π. 8. 163, Ὀρφ., κλπ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτότοκος, ον, παθ., πρῶτος τεχθείς, ὁ πρῶτος γεννηθείς, Ἀνθ. Π. 9. 213, Καιν. Διαθ.· τὰ πρ. τῶν προβάτων Ἑβδ. (Γεν. Δ΄, 4)· πρ. ἢ σὺ οἱ αὐτ. (Β΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 43). - Ἐπίρρ. πρωτοτόκως, Οἰκουμέν. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 119, σ. 20. - Ἰδὲ Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 538 κἑξ.

Middle Liddell

[cf. πρωτότοκος τίκτω
bearing her first-born, Il., Theocr.