ἐπίχαρις: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "anmuthig" to "anmutig")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] ι, anmuthig, reizend, gefällig, οὐδ' [[ἐπίχαρις]] [[Ἄρης]] Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; [[θηρίον]], der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1002.png Seite 1002]] ι, anmutig, reizend, gefällig, οὐδ' [[ἐπίχαρις]] [[Ἄρης]] Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; [[θηρίον]], der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:23, 15 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχαρις Medium diacritics: ἐπίχαρις Low diacritics: επίχαρις Capitals: ΕΠΙΧΑΡΙΣ
Transliteration A: epícharis Transliteration B: epicharis Transliteration C: epicharis Beta Code: e)pi/xaris

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. ἐπίχαρι, pleasing, charming, οὐδ' ἐ. Ἄρης A.Th.910 (lyr.), etc.; ἐ. ἐν ταῖς συνουσίαις X.Cyr.1.4.4; χάρις οὐκ ἐ. Pl.Lg.853d; σιμός, ἐ. κληθείς Id.R.474d; θηρίον ἐπίχαρι, of the hare, X.Cyn.5.33; τὸ ἐπίχαρι = pleasantness of manner, Id.An.2.6.12; elegance, of mathematical study, Pl.R. 528d: Comp. and Sup. ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος (as if from ἐπιχάριτος which is found later, Alciphr. 2.4, Ptol.Tetr.166, prob. in 164), X.Smp.7.5, Oec.7.37. Adv. ἐπιχαρίτως Id.Ap.4, Isoc.15.8; Boeot. ἐπιχαρίτως dub. l. in Ar.Ach.867.

German (Pape)

[Seite 1002] ι, anmutig, reizend, gefällig, οὐδ' ἐπίχαρις Ἄρης Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; θηρίον, der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιτος;
plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχᾱρις: ι, gen. ῐτος
1 любезный, приятный, обходительный (ἐν ταῖς σινουσίαις Xen.): ὧν δὴ χάριν οὐκ ἐπίχαριν Plat. ирон. по прискорбной милости этих-то (людей);
2 ласковый, кроткий (θηρίον Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, οὐδ. ἐπίχαρι, εὐάρεστος, εὐχάριστος, θελκτικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 910 (ἔνθα ὅμως τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ δάκτυλον, οἷον τὸ εὔχαρις), κτλ.· ἐπ. ἐν ταῖς συνουσίαις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· χάρις οὐκ ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 853D· σιμὸς ἐπ. κληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε· θηρίον ἐπ., ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 33· τὸ ἐπίχαρι, τρόπος εὐάρεστος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 12, Πλάτ. Πολ. 528D· τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. εἶναι ἐπιχαριτώτερος, -τατος (ἐκ θετικοῦ ἐπιχάριτος), συχν. παρὰ Ξεν., πρβλ. Bornem. ἐν Συμπ. 3. 9., 7, 5. Τὸ Ἐπίρρ. εἶναι ὡσαύτως ἐπιχαρίτως, Ξεν. Ἀπολ. 4, Ἰσοκρ. 311Ε· Βοιωτ. ἐπιχαρίττως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 867, πρβλ. ἐπιχαρίζομαι.

Greek Monolingual

ἐπίχαρις, -ι (AM)
1. χαριτωμένος, ευχάριστος, γεμάτος χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχαρι
α) ευχάριστο ήθος, πολιτισμένη συμπεριφορά
β) κομψότητα κατασκευής ή συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρις (< χάρις)].

Greek Monotonic

ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, ουδ. -χαρι, ευχάριστος, συμπαθητικός, αρεστός, χαριτωμένος, σε Αισχύλ., Ξεν.· τὸ ἐπίχαρι, ευγένεια στη συμπεριφορά, στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος (όπως αν προερχόταν από το ἐπιχάριτος), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, ἐπιχαρίτως, στον ίδ.

Middle Liddell


pleasing, agreeable, charming, Aesch., Xen.:— τὸ ἐπίχαρι pleasantness of manner, Xen.—The comp. and Sup. are ἐπιχαριτώτερος, -τατος (as if from ἐπιχάριτοσ), Xen.: adv. is also ἐπιχαρίτως, Xen.

English (Woodhouse)

charming, delightful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)