φιλοφροσύνη: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
mNo edit summary |
m (Text replacement - ",;" to ";") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλοφροσύνη:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[благожелательное отношение]], [[дружелюбие]] (φιλοφροσύνης τινὸς [[εἵνεκεν]] Her.): φίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. друзья, живущие во взаимном доброжелательстве; φιλοφροσύνας [[φιλοφρονεῖσθαι]] Luc. обмениваться ласковыми приветствиями; δέξασθαι τὴν φιλοφροσύνην Plut. заручиться благоволением; φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. оказывать кому-л. милость (одолжение) | |elrutext='''φιλοφροσύνη:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[благожелательное отношение]], [[дружелюбие]] (φιλοφροσύνης τινὸς [[εἵνεκεν]] Her.): φίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. друзья, живущие во взаимном доброжелательстве; φιλοφροσύνας [[φιλοφρονεῖσθαι]] Luc. обмениваться ласковыми приветствиями; δέξασθαι τὴν φιλοφροσύνην Plut. заручиться благоволением; φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. оказывать кому-л. милость (одолжение);<br /><b class="num">2</b> [[радостное настроение]], [[веселье]] Plut.: τὰς φιλοφροσύνας ἐγείρειν Xen. возбуждать веселье. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:44, 5 February 2024
English (LSJ)
ἡ, (φιλόφρων)
A friendliness, kindliness, Il.9.256; τινος towards one, Hdt.5.92.γ; εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φῐλοφροσύνη Pl.Lg. 628c; κοινωνεῖν φιλοφροσύνης ib.640b; τυχεῖν Plu.Pyrrh.11; δέξασθαι φιλοφροσύνην Id.Mar.40; νέμειν τινί Id.Cat.Mi.3; διὰ φιλοφροσύνην Pl.Lg.740e; μετὰ φιλοφροσύνης Plu.2.124c: pl., friendly greetings, welcomes, σὺν φιλοφροσύναις δέξασθαι Pi.O.6.98; ποικίλαι φιλοφροσύναι Phld. Lib.p.29 O.; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι ἡδίους Luc.Im.21.
II cheerfulness, gaiety, X.Smp.2.24 (pl.), Plu.2.128d.
German (Pape)
[Seite 1288] ἡ, liebreiche, freundliche Behandlung, Wohlwollen; Il. 9, 256; τινός, Her. 5, 92, 3; – auch Bewirtung, Begrüßung, σὺν φιλοφροσύναις εὐηράτοις Pind. Ol. 6, 98; u. in Prosa: Plat. Legg. I, 628 c; τῶν ξυνοικούντων V, 740 e; ἡ μετ' ἀλλήλων Pol. 1, 36, 1; Sp., wie Plut. Thes. 30; im plur., Rom. 8 Num. 20; – Heiterkeit, Fröhlichkeit, Xen. Conv. 2, 24.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 sentiment d'amitié ou sentiment de bienveillance, bonté : τινος HDT, πρός τινα PLUT pour qqn ; περί τι PLUT pour qch;
2 belle humeur, gaîté.
Étymologie: φιλόφρων.
Russian (Dvoretsky)
φιλοφροσύνη: ἡ тж. pl.
1 благожелательное отношение, дружелюбие (φιλοφροσύνης τινὸς εἵνεκεν Her.): φίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. друзья, живущие во взаимном доброжелательстве; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Luc. обмениваться ласковыми приветствиями; δέξασθαι τὴν φιλοφροσύνην Plut. заручиться благоволением; φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. оказывать кому-л. милость (одолжение);
2 радостное настроение, веселье Plut.: τὰς φιλοφροσύνας ἐγείρειν Xen. возбуждать веселье.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφροσύνη: ἡ, (φιλόφρων) φιλικὴ διάθεσις, εὔνοια, Ἰλ. Ι. 256· τινός, πρός τινα, Ἡρόδ. 5. 92. 3· εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 628C· φιλοφροσύνης κοινωνεῖν αὐτόθι 640Β· τυχεῖν Πλουτ. Πύρρ. 11· φιλοφροσύνην δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 40· νέμειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεώτ. 3· ― διὰ φιλοφροσύνην Πλάτ. Νόμ. 740Ε· μετά, ὑπὸ φιλοφροσύνης Πλούτ. 2. 124C· ― ἐν τῷ πληθ., φιλικὸς ἀσπασμός, φιλικὴ ὑποδοχή, δεξίωσις, σὺν φιλοφροσύναις δέχεσθαι Πινδ. Ο. 6. 165· φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Λουκ. Εἰκόν. 21· ― πρβλ. φιλοφρόνησις. ΙΙ. εὔθυμος διάθεσις, εὐθυμία, φαιδρότης, Ξεν. Συμπ. 2. 24, Πλούτ.
English (Autenrieth)
(φρήν): kindliness, friendly temper, Il. 9.256†.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλόφρων, ονος]
1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση
νεοελλ.
1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία
2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη»
διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών
αρχ.
1. ευδιαθεσία, ευθυμία
2. στον πληθ. αἱ φιλοφροσύναι
φιλική υποδοχή.
Greek Monotonic
φῐλοφροσύνη: ἡ (φιλόφρων)·
I. φιλία, εύνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· τινός προς κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινά, σε Πλάτ.· πληθ., φιλικά οι χαιρετισμοί, σε Πίνδ.
II. ευθυμία, σε Ξεν.
Middle Liddell
φῐλοφροσύνη, ἡ, φιλόφρων
I. friendliness, kindliness, Il.; τινός towards one, Hdt.; πρός τινα Plat.: pl. friendly greetings, Pind.
II. cheerfulness, Xen.
English (Woodhouse)
(see also: φιλόφρων) good-will, good will
Translations
friendliness
Chinese Mandarin: 友好, 親切/亲切; Danish: venlighed; Dutch: vriendelijkheid; Finnish: ystävällisyys; French: gentillesse, cordialité; German: Freundlichkeit; Greek: φιλικότητα; Ancient Greek: ἐνηείη, ἐπιτηδειότης, εὐπροσηγορία, εὐσυναλλαξία, οἰκειότης, οἰκηιότης, οἰκηϊότης, τὸ φιλόφρον, προσφίλεια, προσφιλία, φιλημοσύνη, φιλία, φιλοφροσύνη; Hungarian: barátságosság; Icelandic: vingjarnleiki; Irish: cairdiúlacht; Japanese: 友好, 親切; Korean: 우호, 우정; Low German German Low German: Fründlichkeit; Norwegian Bokmål: vennlighet; Nynorsk: venlegheit, vennlegheit, vennligheit; Portuguese: cordialidade, amizade; Romanian: amabilitate, prietenie, atitudine prietenoasă; Russian: дружелюбие; Scottish Gaelic: càirdeas; Spanish: amigabilidad; Volapük: flenöf; Welsh: cyfeillgarwch