ζοφερός: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(16)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zoferos
|Transliteration C=zoferos
|Beta Code=zofero/s
|Beta Code=zofero/s
|Definition=ά, όν, (ζόφος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dusky, gloomy</b>, Χάος <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>814</span>; οἴκημα Hp.<b class="b2">Acut.(Sp</b>.) 18, cf. Hierocl.p.33A.; opp. <b class="b3">λαμπρός</b>, of the air, <b class="b2">misty</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic. 2.140</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>4</span>; τὴν θάλασσαν ζοφερὰν διαφαίνεσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span> 843a25</span>; τὸ ζοφερόν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Virg.</span>1</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>426b2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., ζ. φροντίδες <span class="title">AP</span>5.296.8 (Agath.).</span>
|Definition=ά, όν, ([[ζόφος]])<br><span class="bld">A</span> [[dusky]], [[gloomy]], Χάος Hes.''Th.''814; [[οἴκημα]] Hp.Acut.(Sp.) 18, cf. Hierocl.p.33A.; opp. [[λαμπρός]], of the [[air]], [[misty]], Chrysipp.Stoic. 2.140, cf. Luc.''Nigr.''4; τὴν θάλασσαν ζοφερὰν διαφαίνεσθαι Arist.''Mir.'' 843a25; [[τὸ ζοφερόν]] Hp.''Virg.''1, Arist.''de An.''426b2.<br><span class="bld">2</span> metaph., ζ. φροντίδες ''AP''5.296.8 (Agath.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] dunkel, finster; Χάος Hes. Th. 814; ἀήρ Luc. Nigr. 4, im Ggstz von [[αἰθρία]]; σάρκες Nic. Th. 464; [[φροντίς]] Agath. 23 (V, 297).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1140.png Seite 1140]] [[dunkel]], [[finster]]; Χάος Hes. Th. 814; ἀήρ Luc. Nigr. 4, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[αἰθρία]]; σάρκες Nic. Th. 464; [[φροντίς]] Agath. 23 (V, 297).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />[[sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[ζόφος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζοφερός -ά -όν [ζόφος] [[donker]]; subst.. [[τὸ ζοφερόν]] = [[het duistere]] Anaxag. B 15.
}}
{{elru
|elrutext='''ζοφερός:'''<br /><b class="num">1</b> [[темный]], [[мрачный]] (Χάος Hes.; [[νέφος]], [[θάλαττα]] Arst.; [[ἀήρ]] Luc.; [[Ἃιδης]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[мрачный]], [[скорбный]], [[тяжелый]] (φροντίδες Anth.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζοφερός]], -ά, -όν) [[ζόφος]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ζόφο, [[σκοτεινός]], [[κατασκότεινος]], [[ζοφώδης]] («[[Τιτῆνες]] ναίουσι [[πέρην]] Χάεος ζοφεροῖο», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει φόβο, [[απελπισία]], [[απαισιοδοξία]] («η [[κατάσταση]] [[είναι]] ζοφερή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζοφερόν</i><br />η [[ζοφερότητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) αυτός που επισκοτίζει τον νου, που οδηγεί σε [[κακό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζοφερός:''' -ά, -όν ([[ζόφος]]), [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], [[ανήλιαγος]], σε Ησίοδ., Λουκ.· μεταφ., <i>ζοφεραὶ φροντίδες</i>, σε Ανθ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζοφερός''': -ά, -όν, ([[ζόφος]]) [[σκοτεινός]], Χάος Ἡσ. Θ. 814· [[οἴκημα]] Ἱππ. 399. 37· ἀήρ Λουκ. Νιγρίν. 4· [[θάλαττα]] διαφαίνεται ζοφερὰ Ἀριστ. Θαυμασ. 130, 3· - τὸ ζοφερὸν Ἱππ. 563. 2, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 2, 9. 2) μεταφ., ζ. φροντίδες Ἀνθ. Π. 5. 297.
|lstext='''ζοφερός''': -ά, -όν, ([[ζόφος]]) [[σκοτεινός]], Χάος Ἡσ. Θ. 814· [[οἴκημα]] Ἱππ. 399. 37· ἀήρ Λουκ. Νιγρίν. 4· [[θάλαττα]] διαφαίνεται ζοφερὰ Ἀριστ. Θαυμασ. 130, 3· - τὸ ζοφερὸν Ἱππ. 563. 2, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 2, 9. 2) μεταφ., ζ. φροντίδες Ἀνθ. Π. 5. 297.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ά, όν :<br />sombre.<br />'''Étymologie:''' [[ζόφος]].
|mdlsjtxt=[[ζοφερός]], ή, όν [[ζόφος]]<br />[[dusky]], [[gloomy]], Hes., Luc.:— metaph., ζ. φροντίδες Anth.
}}
}}
{{grml
{{mantoulidis
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζοφερός]], -ά, -όν) [[ζόφος]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] ζόφο, [[σκοτεινός]], [[κατασκότεινος]], [[ζοφώδης]] («[[Τιτῆνες]] ναίουσι [[πέρην]] Χάεος ζοφεροῑο», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εμπνέει φόβο, [[απελπισία]], [[απαισιοδοξία]] («η [[κατάσταση]] [[είναι]] ζοφερή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ζοφερόν</i><br />η [[ζοφερότητα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) αυτός που επισκοτίζει τον νου, που οδηγεί σε [[κακό]].
|mantxt=(=[[σκοτεινός]]). Ἀπό τό [[ζόφος]] (=[[σκοτάδι]]), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: [[ζοφόω]], [[ζοφώδης]], [[ζόφωμα]], [[ζόφωσις]] (=[[σκοτάδι]]) και τό [[Ζέφυρος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζοφερός Medium diacritics: ζοφερός Low diacritics: ζοφερός Capitals: ΖΟΦΕΡΟΣ
Transliteration A: zopherós Transliteration B: zopheros Transliteration C: zoferos Beta Code: zofero/s

English (LSJ)

ά, όν, (ζόφος)
A dusky, gloomy, Χάος Hes.Th.814; οἴκημα Hp.Acut.(Sp.) 18, cf. Hierocl.p.33A.; opp. λαμπρός, of the air, misty, Chrysipp.Stoic. 2.140, cf. Luc.Nigr.4; τὴν θάλασσαν ζοφερὰν διαφαίνεσθαι Arist.Mir. 843a25; τὸ ζοφερόν Hp.Virg.1, Arist.de An.426b2.
2 metaph., ζ. φροντίδες AP5.296.8 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1140] dunkel, finster; Χάος Hes. Th. 814; ἀήρ Luc. Nigr. 4, im Gegensatz von αἰθρία; σάρκες Nic. Th. 464; φροντίς Agath. 23 (V, 297).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre.
Étymologie: ζόφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζοφερός -ά -όν [ζόφος] donker; subst.. τὸ ζοφερόν = het duistere Anaxag. B 15.

Russian (Dvoretsky)

ζοφερός:
1 темный, мрачный (Χάος Hes.; νέφος, θάλαττα Arst.; ἀήρ Luc.; Ἃιδης Plut.);
2 мрачный, скорбный, тяжелый (φροντίδες Anth.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζοφερός, -ά, -όν) ζόφος
1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδηςΤιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῖο», Ησίοδ.)
2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν
η ζοφερότητα
2. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις) αυτός που επισκοτίζει τον νου, που οδηγεί σε κακό.

Greek Monotonic

ζοφερός: -ά, -όν (ζόφος), σκιερός, σκοτεινός, ανήλιαγος, σε Ησίοδ., Λουκ.· μεταφ., ζοφεραὶ φροντίδες, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ζοφερός: -ά, -όν, (ζόφος) σκοτεινός, Χάος Ἡσ. Θ. 814· οἴκημα Ἱππ. 399. 37· ἀήρ Λουκ. Νιγρίν. 4· θάλαττα διαφαίνεται ζοφερὰ Ἀριστ. Θαυμασ. 130, 3· - τὸ ζοφερὸν Ἱππ. 563. 2, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 2, 9. 2) μεταφ., ζ. φροντίδες Ἀνθ. Π. 5. 297.

Middle Liddell

ζοφερός, ή, όν ζόφος
dusky, gloomy, Hes., Luc.:— metaph., ζ. φροντίδες Anth.

Mantoulidis Etymological

(=σκοτεινός). Ἀπό τό ζόφος (=σκοτάδι), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: ζοφόω, ζοφώδης, ζόφωμα, ζόφωσις (=σκοτάδι) και τό Ζέφυρος.