εὐσταθής: Difference between revisions
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(6_7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(30 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efstathis | |Transliteration C=efstathis | ||
|Beta Code=eu)staqh/s | |Beta Code=eu)staqh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐσταθές, Ep. [[ἐϋστ]]-, as always in Hom., ([[ἵσταμαι]])<br><span class="bld">A</span> [[well-based]], [[well-built]], περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο Il.18.374, al.; <b class="b3">ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, ἐκτὸς ἐϋ. θαλάμου</b>, Od. 20.258, 23.178.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[steadfast]], [[tranquil]], ψυχαί Democr. 191; ἀνήρ Plu.2.44a; οἱ εὐσταθέστεροι Hdn.2.6.5; γνώμη Aret.''SA''1.10; <b class="b3">εὐσταθέστεροι γνώμῃ</b> ib.2.3; <b class="b3">περὶ τῆς εὐσταθοῦς τῶν θεῶν διαγωγῆς</b> dub. in Phld.''D.''3tit.<br><span class="bld">2</span> of the body, [[sound]], [[healthy]], σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Epicur.''Fr.''68, Metrod.''Fr.''5; of persons, [[healthy]], [[sound]], Ath. Med. ap. Orib.inc.7.1.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">εὐ. νοῦσοι</b> [[easily cured]], [[not serious]], Hp.''Aph.'' 3.8; καῦσοι Id.''Epid.''1.1.<br><span class="bld">4</span> of weather, [[steady]], [[settled]], [[calm]], [[θέρος]] ib. 3.15; Ζέφυρος A.R.4.821.<br><span class="bld">5</span> generally, [[steady]], [[quiet]], βίος Hierocl. p.53A.; ἁρμονία D.H.''Dem.''36; in political sense, [[firmly established]], μοναρχία Phld.''Hom.''p.31 O.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[εὐσταθῶς]], ἔχειν Sor.1.40, cf. D.L.7.182, Asp.''in EN''115.3; στρατοπεδεῦσαι App.''Hisp.''25, al.: Sup. εὐσταθέστατα Id.''BC''2.115; Aeol. εὐσταθέως ''IG''12(2).243 (Mytilene). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋσταθής]];<br />ής, ές :<br /><b>I.</b> [[bien établi]], [[ferme]], [[fixe]], [[solide]];<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> [[stable]];<br /><b>2</b> <i>chez les Épicuriens en parl. du corps</i> consistant;<br /><b>3</b> [[équilibré]], [[sain de corps et d'âme]], [[d'un caractère calme]] <i>ou</i> rassis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, ep. [[ἐϋσταθής]], <i>[[festgestellt]], [[festgegründet]]</i>; [[μέγαρον]] <i>Od</i>. 18.374; [[θάλαμος]] 23.178; [[einzeln]] bei sp.D., wie στάλικες Man. 4.338; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταθεῖς, von den Fixsternen, Luc. Dah. <i>[[beständig]]</i>, [[ζέφυρος]] Ap.Rh. 4.820. – Bei den Epikuräern, <i>[[wohlbehalten]], [[gesund]] am [[Leibe]] und [[heiter]], [[ruhig]] im Gemüte</i>, τὸ εὐσταθὲς σαρκὸς [[κατάστημα]] Plut. <i>Non [[Posse]]</i> 4; ὀξὺς ἅμα καὶ παρ' ἡλικίαν [[εὐσταθής]] Pompei. 4; τὸν βίον εὐσταθεῖς Ath. I.4d; Dion.Hal. <i>Dem</i>. 36 vrbdt εὐστ. καὶ βαρεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ [[φιλάρχαιος]] [[ἁρμονία]]. Vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 282.<br><b class="num">• Adv.</b>, Sp., wie DL. 7.182, διαλέγεσθαι εὐσταθῶς, sich <i>[[ruhig]]</i> unterreden, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἄρχεσθαι φιλονεικεῖν. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐστᾰθής:''' эп. [[ἐϋσταθής]] 2<br /><b class="num">1</b> [[хорошо построенный]], [[устойчивый]], [[крепкий]], [[прочный]] ([[μέγαρον]], [[θάλαμος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[уравновешенный]] ([[φρόνημα]] μετ᾽ ἐλπίδος Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[крепкий]], [[здоровый]] (σαρκὸς [[κατάστημα]] Epicur. ap. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐστᾰθής''': -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): [[καλῶς]] τεθεμελιωμένος, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., [[σταθερός]], [[σοβαρός]], Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς [[κατάστημα]] Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ [[εὐσταθέω]], [[εὐστάθεια]]. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., [[σταθερός]], [[ἀμετάβλητος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ [[Ζέφυρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) [[καθόλου]], [[σταθερός]], [[ἥσυχος]], [[βίος]] Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ [[ἁρμονία]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189. | |lstext='''εὐστᾰθής''': -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): [[καλῶς]] τεθεμελιωμένος, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., [[σταθερός]], [[σοβαρός]], Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς [[κατάστημα]] Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ [[εὐσταθέω]], [[εὐστάθεια]]. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., [[σταθερός]], [[ἀμετάβλητος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ [[Ζέφυρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) [[καθόλου]], [[σταθερός]], [[ἥσυχος]], [[βίος]] Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ [[ἁρμονία]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[ἵστημι]]): [[well]]-based, firmstanding; [[μέγαρον]], [[θάλαμος]], Σ 3, Od. 23.178. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταθής]], -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)<br />[[σταθερός]], αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές [[οικοδόμημα]]» β. «[[ευσταθής]] [[μοναρχία]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σταθερὸς, σοβαρὸς<br /><b>3.</b> αυτὸς που επιμένει σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ήρεμος]], [[πράος]] («εὐσταθεῖς ψυχαί», Δημόκρ.)<br /><b>5.</b> [[υγιής]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «εὐσταθεῖς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσταθώς</i> (ΑΜ εὐσταθῶς<br />Α και εὐσταθέως)<br />[[σταθερά]], με [[ασφάλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάθην</i> παθ. αόρ. του ρ. [[ίσταμαι]]). Κατά το [[σχήμα]] [[ακρατής]] / [[κρατερός]], [[αφανής]] / [[φανερός]] («[[νόμος]] του Caland») σχηματίστηκαν και [[ασταθής]] / [[ευσταθής]]: [[σταθερός]]. Από το [[ευσταθής]] προήλθε και κύρ. όν. <i>Ευστάθιος</i>, απ' όπου το σημερ. <i>Στάθης</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐστᾰθής:''' -ές, Επικ. ἐϋ-στ- ([[ἵσταμαι]]), [[καλώς]] θεμελιωμένος, [[καλά]] οικοδομημένος, σε Όμηρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-στᾰθής, ές [[ἵσταμαι]]<br />well-based, well-built, Hom. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[σταθερός]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[ἵσταμαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[εὐσταθής]]: [[εὐστάθεια]], εὐσταθῶ, εὐσταθῶς. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
English (LSJ)
εὐσταθές, Ep. ἐϋστ-, as always in Hom., (ἵσταμαι)
A well-based, well-built, περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο Il.18.374, al.; ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, ἐκτὸς ἐϋ. θαλάμου, Od. 20.258, 23.178.
II metaph., steadfast, tranquil, ψυχαί Democr. 191; ἀνήρ Plu.2.44a; οἱ εὐσταθέστεροι Hdn.2.6.5; γνώμη Aret.SA1.10; εὐσταθέστεροι γνώμῃ ib.2.3; περὶ τῆς εὐσταθοῦς τῶν θεῶν διαγωγῆς dub. in Phld.D.3tit.
2 of the body, sound, healthy, σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Epicur.Fr.68, Metrod.Fr.5; of persons, healthy, sound, Ath. Med. ap. Orib.inc.7.1.
3 εὐ. νοῦσοι easily cured, not serious, Hp.Aph. 3.8; καῦσοι Id.Epid.1.1.
4 of weather, steady, settled, calm, θέρος ib. 3.15; Ζέφυρος A.R.4.821.
5 generally, steady, quiet, βίος Hierocl. p.53A.; ἁρμονία D.H.Dem.36; in political sense, firmly established, μοναρχία Phld.Hom.p.31 O.
III Adv. εὐσταθῶς, ἔχειν Sor.1.40, cf. D.L.7.182, Asp.in EN115.3; στρατοπεδεῦσαι App.Hisp.25, al.: Sup. εὐσταθέστατα Id.BC2.115; Aeol. εὐσταθέως IG12(2).243 (Mytilene).
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋσταθής;
ής, ές :
I. bien établi, ferme, fixe, solide;
II. p. suite
1 stable;
2 chez les Épicuriens en parl. du corps consistant;
3 équilibré, sain de corps et d'âme, d'un caractère calme ou rassis.
Étymologie: εὖ, ἵστημι.
German (Pape)
ές, ep. ἐϋσταθής, festgestellt, festgegründet; μέγαρον Od. 18.374; θάλαμος 23.178; einzeln bei sp.D., wie στάλικες Man. 4.338; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταθεῖς, von den Fixsternen, Luc. Dah. beständig, ζέφυρος Ap.Rh. 4.820. – Bei den Epikuräern, wohlbehalten, gesund am Leibe und heiter, ruhig im Gemüte, τὸ εὐσταθὲς σαρκὸς κατάστημα Plut. Non Posse 4; ὀξὺς ἅμα καὶ παρ' ἡλικίαν εὐσταθής Pompei. 4; τὸν βίον εὐσταθεῖς Ath. I.4d; Dion.Hal. Dem. 36 vrbdt εὐστ. καὶ βαρεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ φιλάρχαιος ἁρμονία. Vgl. Lobeck Phryn. 282.
• Adv., Sp., wie DL. 7.182, διαλέγεσθαι εὐσταθῶς, sich ruhig unterreden, im Gegensatz von ἄρχεσθαι φιλονεικεῖν.
Russian (Dvoretsky)
εὐστᾰθής: эп. ἐϋσταθής 2
1 хорошо построенный, устойчивый, крепкий, прочный (μέγαρον, θάλαμος Hom.);
2 уравновешенный (φρόνημα μετ᾽ ἐλπίδος Plut.);
3 крепкий, здоровый (σαρκὸς κατάστημα Epicur. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστᾰθής: -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): καλῶς τεθεμελιωμένος, καλῶς ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., σταθερός, σοβαρός, Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ εὐσταθέω, εὐστάθεια. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., σταθερός, ἀμετάβλητος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ Ζέφυρος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) καθόλου, σταθερός, ἥσυχος, βίος Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ ἁρμονία Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): well-based, firmstanding; μέγαρον, θάλαμος, Σ 3, Od. 23.178.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐσταθής, -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)
σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.)
αρχ.
1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. σταθερὸς, σοβαρὸς
3. αυτὸς που επιμένει σε κάτι
4. ήρεμος, πράος («εὐσταθεῖς ψυχαί», Δημόκρ.)
5. υγιής
6. φρ. «εὐσταθεῖς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ευσταθώς (ΑΜ εὐσταθῶς
Α και εὐσταθέως)
σταθερά, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταθής (< εστάθην παθ. αόρ. του ρ. ίσταμαι). Κατά το σχήμα ακρατής / κρατερός, αφανής / φανερός («νόμος του Caland») σχηματίστηκαν και ασταθής / ευσταθής: σταθερός. Από το ευσταθής προήλθε και κύρ. όν. Ευστάθιος, απ' όπου το σημερ. Στάθης].
Greek Monotonic
εὐστᾰθής: -ές, Επικ. ἐϋ-στ- (ἵσταμαι), καλώς θεμελιωμένος, καλά οικοδομημένος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
εὐ-στᾰθής, ές ἵσταμαι
well-based, well-built, Hom.
Mantoulidis Etymological
(=σταθερός). Ἀπό τό εὖ + ἵσταμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐσταθής: εὐστάθεια, εὐσταθῶ, εὐσταθῶς.