Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξίστημι]], μέσ. [[εξίσταμαι]] και [[ἐξιστάνω]] και ἐξιστῶ, -άω) [[ίστημι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μένω]] [[έκθαμβος]], [[σαστίζω]] («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> ταράζομαι, [[τρομάζω]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκυῑα</i><br />έξαλλη, [[αλλόφρων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετακινώ]] από τη [[θέση]] του, [[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]] («ἡ μὲν [[λύπη]] ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐξίστησι</i><br />τραβά την [[προσοχή]]<br /><b>3.</b> [[ερεθίζω]], συνταράζω («γυναῖκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[παρακινώ]] («ἀρετῆς [[ὕψος]] εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διευθετώ]], [[κανονίζω]] («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)<br /><b>6.</b> [[σταθμίζω]] («[[πολλάκις]] ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)<br /><b>7.</b> (παθ. και μέσ.) [[αποχωρώ]], απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> [[βγαίνω]] από τον αρμό<br /><b>9.</b> [[παραιτούμαι]] από την [[κατοχή]] ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]] («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] («ἐγὼ μὼν ὁ [[αὐτός]] εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εξέχω]], [[υπερβάλλω]]<br /><b>13.</b> (για [[γλώσσα]]) [[διαφέρω]] από την [[κοινή]] [[χρήση]]·,<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — [[κάνω]] κάποιον έξω φρενών<br /><b>15.</b> (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκὸς</i> και <i>ξεστηκός</i>, <i>ο</i> (Μ ἐξεστηκός)<br />ο [[εμβρόντητος]].
|mltxt=(AM [[ἐξίστημι]], μέσ. [[εξίσταμαι]] και [[ἐξιστάνω]] και ἐξιστῶ, -άω) [[ίστημι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μένω]] [[έκθαμβος]], [[σαστίζω]] («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> ταράζομαι, [[τρομάζω]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκυῖα</i><br />έξαλλη, [[αλλόφρων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετακινώ]] από τη [[θέση]] του, [[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]] («ἡ μὲν [[λύπη]] ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐξίστησι</i><br />τραβά την [[προσοχή]]<br /><b>3.</b> [[ερεθίζω]], συνταράζω («γυναῖκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[παρακινώ]] («ἀρετῆς [[ὕψος]] εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διευθετώ]], [[κανονίζω]] («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)<br /><b>6.</b> [[σταθμίζω]] («[[πολλάκις]] ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)<br /><b>7.</b> (παθ. και μέσ.) [[αποχωρώ]], απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> [[βγαίνω]] από τον αρμό<br /><b>9.</b> [[παραιτούμαι]] από την [[κατοχή]] ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]] («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] («ἐγὼ μὼν ὁ [[αὐτός]] εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εξέχω]], [[υπερβάλλω]]<br /><b>13.</b> (για [[γλώσσα]]) [[διαφέρω]] από την [[κοινή]] [[χρήση]]·,<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — [[κάνω]] κάποιον έξω φρενών<br /><b>15.</b> (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκὸς</i> και <i>ξεστηκός</i>, <i>ο</i> (Μ ἐξεστηκός)<br />ο [[εμβρόντητος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, -άω) ίστημι
μσν.- νεοελλ.
μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)
μσν.
1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω
2. (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῖα
έξαλλη, αλλόφρων
αρχ.
1. μετακινώ από τη θέση του, μεταβάλλω, αλλοιώνω («ἡ μὲν λύπη ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», Αριστοτ.)
2. απρόσ. ἐξίστησι
τραβά την προσοχή
3. ερεθίζω, συνταράζω («γυναῖκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον», ΚΔ)
4. παρακινώ («ἀρετῆς ὕψος εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», Πλούτ.)
5. διευθετώ, κανονίζω («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)
6. σταθμίζωπολλάκις ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)
7. (παθ. και μέσ.) αποχωρώ, απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», Ξεν.)
8. βγαίνω από τον αρμό
9. παραιτούμαι από την κατοχή ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», Θουκ.)
10. εγκαταλείπω, παρατώ («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)
11. μέσ. αλλάζω γνώμη («ἐγὼ μὼν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», Θουκ.)
12. εξέχω, υπερβάλλω
13. (για γλώσσα) διαφέρω από την κοινή χρήση·,
14. φρ. «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — κάνω κάποιον έξω φρενών
15. (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκὸς και ξεστηκός, ο (Μ ἐξεστηκός)
ο εμβρόντητος.