εξίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "ὑμῑν" to "ὑμῖν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξίστημι]], μέσ. [[εξίσταμαι]] και [[ἐξιστάνω]] και ἐξιστῶ, -άω) [[ίστημι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μένω]] [[έκθαμβος]], [[σαστίζω]] («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> ταράζομαι, [[τρομάζω]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκυῑα</i><br />έξαλλη, [[αλλόφρων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετακινώ]] από τη [[θέση]] του, [[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]] («ἡ μὲν [[λύπη]] ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐξίστησι</i><br />τραβά την [[προσοχή]]<br /><b>3.</b> [[ερεθίζω]], συνταράζω («γυναῑκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾱς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῑον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[παρακινώ]] («ἀρετῆς [[ὕψος]] εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διευθετώ]], [[κανονίζω]] («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)<br /><b>6.</b> [[σταθμίζω]] («[[πολλάκις]] ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)<br /><b>7.</b> (παθ. και μέσ.) [[αποχωρώ]], απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> [[βγαίνω]] από τον αρμό<br /><b>9.</b> [[παραιτούμαι]] από την [[κατοχή]] ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]] («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] («ἐγὼ μὼν ὁ [[αὐτός]] εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εξέχω]], [[υπερβάλλω]]<br /><b>13.</b> (για [[γλώσσα]]) [[διαφέρω]] από την [[κοινή]] [[χρήση]]·,<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — [[κάνω]] κάποιον έξω φρενών<br /><b>15.</b> (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκὸς</i> και <i>ξεστηκός</i>, <i>ο</i> (Μ ἐξεστηκός)<br />ο [[εμβρόντητος]].
|mltxt=(AM [[ἐξίστημι]], μέσ. [[εξίσταμαι]] και [[ἐξιστάνω]] και ἐξιστῶ, -άω) [[ίστημι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μένω]] [[έκθαμβος]], [[σαστίζω]] («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> ταράζομαι, [[τρομάζω]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκυῖα</i><br />έξαλλη, [[αλλόφρων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετακινώ]] από τη [[θέση]] του, [[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]] («ἡ μὲν [[λύπη]] ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐξίστησι</i><br />τραβά την [[προσοχή]]<br /><b>3.</b> [[ερεθίζω]], συνταράζω («γυναῖκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> [[παρακινώ]] («ἀρετῆς [[ὕψος]] εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διευθετώ]], [[κανονίζω]] («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)<br /><b>6.</b> [[σταθμίζω]] («[[πολλάκις]] ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)<br /><b>7.</b> (παθ. και μέσ.) [[αποχωρώ]], απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> [[βγαίνω]] από τον αρμό<br /><b>9.</b> [[παραιτούμαι]] από την [[κατοχή]] ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[εγκαταλείπω]], [[παρατώ]] («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[αλλάζω]] [[γνώμη]] («ἐγὼ μὼν ὁ [[αὐτός]] εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[εξέχω]], [[υπερβάλλω]]<br /><b>13.</b> (για [[γλώσσα]]) [[διαφέρω]] από την [[κοινή]] [[χρήση]]·,<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — [[κάνω]] κάποιον έξω φρενών<br /><b>15.</b> (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐξεστηκὸς</i> και <i>ξεστηκός</i>, <i>ο</i> (Μ ἐξεστηκός)<br />ο [[εμβρόντητος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:38, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, -άω) ίστημι
μσν.- νεοελλ.
μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)
μσν.
1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω
2. (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῖα
έξαλλη, αλλόφρων
αρχ.
1. μετακινώ από τη θέση του, μεταβάλλω, αλλοιώνω («ἡ μὲν λύπη ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν», Αριστοτ.)
2. απρόσ. ἐξίστησι
τραβά την προσοχή
3. ερεθίζω, συνταράζω («γυναῖκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾶς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῖον», ΚΔ)
4. παρακινώ («ἀρετῆς ὕψος εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», Πλούτ.)
5. διευθετώ, κανονίζω («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)
6. σταθμίζωπολλάκις ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)
7. (παθ. και μέσ.) αποχωρώ, απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασθαι», Ξεν.)
8. βγαίνω από τον αρμό
9. παραιτούμαι από την κατοχή ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῖν ἔστιν», Θουκ.)
10. εγκαταλείπω, παρατώ («ἑκὼν ὑμῖν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)
11. μέσ. αλλάζω γνώμη («ἐγὼ μὼν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», Θουκ.)
12. εξέχω, υπερβάλλω
13. (για γλώσσα) διαφέρω από την κοινή χρήση·,
14. φρ. «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — κάνω κάποιον έξω φρενών
15. (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκὸς και ξεστηκός, ο (Μ ἐξεστηκός)
ο εμβρόντητος.