ψεδνός: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[αραιός]] ή [[λίγος]] («ψεδναὶ | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[αραιός]] ή [[λίγος]] («ψεδναὶ χαῖται», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φαλακρός]]<br /><b>3.</b> (για γη) [[γυμνός]], [[άδενδρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. σχηματισμένο με [[επίθημα]] -<i>δνός</i> ([[πρβλ]]. [[γοεδνός]], [[κεδνός]], [[μακεδνός]]), άγνωστης ετυμολ. Η [[προσπάθεια]] ορισμένων, με [[βάση]] τη σημ. του επιθ., να συνδέσουν τον τ. με την [[οικογένεια]] τών <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> / [[ψαίω]], μέσω αμάρτυρων τ. <i>ψαιδνός</i> ([[πρβλ]]. [[ψαιδρά]]<br /><i>ἀραιότριχα</i> <b>Ησύχ.</b>) ή [[ψιδνός]] ([[πρβλ]]. [[ψιλός]]), προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες και κρίνεται, λίγο έως πολύ, αυθαίρετη]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:52, 6 February 2024
English (LSJ)
ψεδνή, ψεδνόν, thin, spare, scanty, λάχνη Il.2.219; χαῖται AP9.430 (Crin.); κόμαι Aret.SD2.13: later of a person, bald-headed, Luc.DMort.25.1: generally, bare, naked, χωρία Aristid.Or.36(48).67 (Comp.):—v.l. for ψυδρός or ψυδνός in Thgn.122.
German (Pape)
[Seite 1392] abgerieben, abgeschabt, bes. mit dünnstehenden, spärlichen Haaren; λάχνη Il. 2, 219; ψεδναὶ χαῖται Crinag. 22 (IX, 430); dah. entblößt, kahl, Luc. Mort. D. 25, 1; Hesych. erkl. ψεδνὴ χέρσος durch ἀραιή, ὀλίγη. Vgl. ψυδνός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 rare, clairsemé en parl. de cheveux, de poils;
2 chauve.
Étymologie: DELG apparenté pê à ψάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψεδνός -ή -όν [~ ψάω] van haar dun, schaars; later van pers. kaal.
Russian (Dvoretsky)
ψεδνός:
1 редкий (негустой), жидкий (λάχνη Hom.; χαῖται μήλων Anth.);
2 плешивый (Θερσίτης Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ψεδνός: -ή, -όν, ἀραιός, μαδαρός, λάχνη Ἰλ. Β. 219· χαῖται Ἀνθ. Παλατ. 9. 430· - παρὰ μεταγεν. ἐπὶ ἀνθρώπου, φαλακρός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 25. 1· καὶ καθόλου, ψιλός, γυμνός, γῆ Ἀριστείδ. 2. 349 πρβλ. ψιλός, ψωλός· - περὶ τοῦ παρὰ Θεόγνιδ. χωρίου ἐν 122, ἴδε ἐν λ. ψυδνός.
English (Autenrieth)
(ψάω): rubbed off, thin, sparse, Il. 2.219†.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῖται», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) φαλακρός
3. (για γη) γυμνός, άδενδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα -δνός (πρβλ. γοεδνός, κεδνός, μακεδνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη σημ. του επιθ., να συνδέσουν τον τ. με την οικογένεια τών ψήω / ψῆν / ψαίω, μέσω αμάρτυρων τ. ψαιδνός (πρβλ. ψαιδρά
ἀραιότριχα Ησύχ.) ή ψιδνός (πρβλ. ψιλός), προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες και κρίνεται, λίγο έως πολύ, αυθαίρετη].
Greek Monotonic
ψεδνός: -ή, -όν, αραιός, φαλακρός, λέγεται για τα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.· λέγεται για άνθρωπο, φαλακρός, σε Λουκ.
Middle Liddell
ψεδνός, ή, όν
thin, spare, scanty, of hair, Il., Anth.; of a person, bald-headed, Luc.
Frisk Etymology German
ψεδνός: {psednós}
Meaning: dünn, spärlich, vom Haar, kahlköpfig, sekund. kahl vom Boden (Β 219, AP, Aret., Luk., Aristid.)
Derivative: mit ψεδνοκάρηνος kahlköpfig (Orph.), -θριξ dünnhaarig (Tz.), -ότης f. ‘Kahl- köpfigkeit’ (Adam.), -όομαι kahlköpfig werden (S. E.).
Etymology: Zu ψῆν; näheres Vorbild unbekannt (κεδνός, μακεδνός, γοεδνός liegen gleich fern). Daneben die synonymen ψηνός (Semon.), ψανός (H.), ψιλός, ψαιδρά· ἀραιότριχα H. u.a.; s. Solmsen Wortforsch. 136 A. 2 (S. 137), der in ψεδνός Β 219 (wovon alle übrigen Stellen) eine sehr alte Textverderbnis für *ψαιδνός oder *ψιδνός erwägt. Aber warum hätte man *ψαιδνός (: ψαίω) oder *ψιδνός (: ψιλός) dem anscheinend isolierten ψεδνός zuliebe geopfert ?
Page 2,1131-1132