περιπλανάομαι: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(32 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periplanaomai | |Transliteration C=periplanaomai | ||
|Beta Code=periplana/omai | |Beta Code=periplana/omai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[wander about]], ([[Κρήτη]]ν) [[Herodotus|Hdt.]]4.151: metaph., [[float round about]] one, as the [[lion]]'s [[skin]] round [[Heracles]], Pi.''I.'' 6(5).47.<br><span class="bld">2</span> abs., [[wander]], Luc.''Herm.''59, D.C.47.21, etc.: metaph., <b class="b3">ταῦτα περιπλανώμεθα</b> to be in this state of [[uncertainty]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.3.5; περιπλανᾶσθαι τὸν [[αὐλικός|αὐλικὸν]]… ᾑρημένον βίον Phld.''Ind.Sto.''13; περιπεπλανημένα [[μέτρον|μέτρα]] = [[erratic]], [[irregular]], D.H.''Dem.''50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[περιπλανῶμαι]];<br /><b>1</b> [[errer autour de]], acc.;<br /><b>2</b> [[errer de tous côtés]], [[errer au hasard]] ; <i>fig.</i> [[être incertain]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πλανάομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περιπλανάομαι [[[περί]], [[πλάνη]]] [[ronddwalen]]; overdr. [[omwegen maken]]:. ταῦτα περιπλανώμεθα die omwegen maken wij Xen. Cyr. 1. 3.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπλᾰνάομαι:''' [[блуждать]], [[странствовать]]: π. Λιβύην Her. странствовать по Ливии; κατὰ τὸν Ὀδυσσέα περινοστῶν καὶ [[περιπλανώμενος]] Luc. разъезжая и странствуя подобно Одиссею; οὐχ ἀχθόμενοι [[ταῦτα]] περιπλανώμεθα Xen. эти наши блуждания не в тягость нам. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπλᾰνάομαι''': ἀποθ., πλανῶμαι [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Λιβύην Ἡρόδ. 4. 151, πρβλ. Valck. εἰς 7. 16, 2· μεταφ., κυμαίνομαι [[πέριξ]] τινός, ὡς ἡ λεοντῆ περὶ τὸ [[σῶμα]] τοῦ Ἡρακλέους, Πίνδ. Ι. 6 (5). 2) ἀπολ., περιπλανῶμαι, Λουκ. Ἑρμότ. 59. κτλ.· μεταφορ., [[πράττω]] τι διὰ περιστροφῶν καὶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τρόπου συντόμου, ἀλλ’, ὦ παῖ, οὐκ ἀχθόμενοι [[ταῦτα]] περιπλανώμεθα, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 5· περιπεπλανημένα μέτρα, ἀνώμαλα, ἄτακτα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50. | |lstext='''περιπλᾰνάομαι''': ἀποθ., πλανῶμαι [[τῇδε]] κἀκεῖσε, Λιβύην Ἡρόδ. 4. 151, πρβλ. Valck. εἰς 7. 16, 2· μεταφ., κυμαίνομαι [[πέριξ]] τινός, ὡς ἡ λεοντῆ περὶ τὸ [[σῶμα]] τοῦ Ἡρακλέους, Πίνδ. Ι. 6 (5). 2) ἀπολ., περιπλανῶμαι, Λουκ. Ἑρμότ. 59. κτλ.· μεταφορ., [[πράττω]] τι διὰ περιστροφῶν καὶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τρόπου συντόμου, ἀλλ’, ὦ παῖ, οὐκ ἀχθόμενοι [[ταῦτα]] περιπλανώμεθα, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 5· περιπεπλανημένα μέτρα, ἀνώμαλα, ἄτακτα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=<b>περιπλᾰνάομαι</b> [[circle]] [[round]] “[[ὥσπερ]] [[τόδε]] [[δέρμα]] με [[νῦν]] περιπλανᾶται [[θηρός]], ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks (I. 6.47) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιπλᾰνάομαι:'''<b class="num">1.</b> Παθ., περιφέρομαι εδώ και [[εκεί]] σε έναν [[τόπο]], με αιτ., σε Ηρόδ.· μεταφ., [[πέφτω]] χυτά γύρω από, [[γλιστρώ]] [[ελαφρά]], όπως το [[δέρμα]] του λιονταριού γύρω από τον Ηρακλή, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[περιπλανώμαι]], [[ταῦτα]] περιπλανῶμαι, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] αβεβαιότητας, σε Ξεν. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> Pass. to [[wander]] [[about]] a [[country]], c. acc., Hdt.: metaph. to [[float]] [[round]] [[about]] one, as the [[lion]]'s [[skin]] [[round]] [[Hercules]], Pind.<br /><b class="num">2.</b> absol. to [[wander]] [[about]], [[ταῦτα]] π. to be in [[this]] [[state]] of [[uncertainty]], Xen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:17, 3 March 2024
English (LSJ)
A wander about, (Κρήτην) Hdt.4.151: metaph., float round about one, as the lion's skin round Heracles, Pi.I. 6(5).47.
2 abs., wander, Luc.Herm.59, D.C.47.21, etc.: metaph., ταῦτα περιπλανώμεθα to be in this state of uncertainty, X.Cyr.1.3.5; περιπλανᾶσθαι τὸν αὐλικὸν… ᾑρημένον βίον Phld.Ind.Sto.13; περιπεπλανημένα μέτρα = erratic, irregular, D.H.Dem.50.
French (Bailly abrégé)
περιπλανῶμαι;
1 errer autour de, acc.;
2 errer de tous côtés, errer au hasard ; fig. être incertain.
Étymologie: περί, πλανάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλανάομαι [περί, πλάνη] ronddwalen; overdr. omwegen maken:. ταῦτα περιπλανώμεθα die omwegen maken wij Xen. Cyr. 1. 3.5.
Russian (Dvoretsky)
περιπλᾰνάομαι: блуждать, странствовать: π. Λιβύην Her. странствовать по Ливии; κατὰ τὸν Ὀδυσσέα περινοστῶν καὶ περιπλανώμενος Luc. разъезжая и странствуя подобно Одиссею; οὐχ ἀχθόμενοι ταῦτα περιπλανώμεθα Xen. эти наши блуждания не в тягость нам.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλᾰνάομαι: ἀποθ., πλανῶμαι τῇδε κἀκεῖσε, Λιβύην Ἡρόδ. 4. 151, πρβλ. Valck. εἰς 7. 16, 2· μεταφ., κυμαίνομαι πέριξ τινός, ὡς ἡ λεοντῆ περὶ τὸ σῶμα τοῦ Ἡρακλέους, Πίνδ. Ι. 6 (5). 2) ἀπολ., περιπλανῶμαι, Λουκ. Ἑρμότ. 59. κτλ.· μεταφορ., πράττω τι διὰ περιστροφῶν καὶ οὐχὶ κατ’ εὐθεῖαν διὰ τρόπου συντόμου, ἀλλ’, ὦ παῖ, οὐκ ἀχθόμενοι ταῦτα περιπλανώμεθα, Ξεν. Κύρ. 1. 5. 5· περιπεπλανημένα μέτρα, ἀνώμαλα, ἄτακτα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50.
English (Slater)
περιπλᾰνάομαι circle round “ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks (I. 6.47)
Greek Monotonic
περιπλᾰνάομαι:1. Παθ., περιφέρομαι εδώ και εκεί σε έναν τόπο, με αιτ., σε Ηρόδ.· μεταφ., πέφτω χυτά γύρω από, γλιστρώ ελαφρά, όπως το δέρμα του λιονταριού γύρω από τον Ηρακλή, σε Πίνδ.
2. απόλ., περιπλανώμαι, ταῦτα περιπλανῶμαι, βρίσκομαι σε κατάσταση αβεβαιότητας, σε Ξεν.
Middle Liddell
1. Pass. to wander about a country, c. acc., Hdt.: metaph. to float round about one, as the lion's skin round Hercules, Pind.
2. absol. to wander about, ταῦτα π. to be in this state of uncertainty, Xen.