ἀμιχθαλόεις: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''") |
m (Text replacement - "Galician: inhóspito;" to "Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich;") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amichthaloeis | |Transliteration C=amichthaloeis | ||
|Beta Code=a)mixqalo/eis | |Beta Code=a)mixqalo/eis | ||
|Definition= | |Definition=ἀμιχθαλόεσσα, ἀμιχθαλόεν, = [[ἄμικτος]] ''III'', [[inhospitable]], [[epithet]] of Lemnos in Il.24.753, ''h.Ap.''36: otherwise expl. as [[smoky]], from the volcano Mosychlos, cf. [[ὁμίχλη]]. (Cypr. acc. to Sch. Il. [[l.c.]]) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμιχθᾰλόεις) -εσσα, -εν<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />sent. dud. [[neblinoso]] o [[inhóspito]] quizá [[fértil]] de Lemnos <i>Il</i>.24.753, <i>h.Ap</i>.36, [[ἀήρ]] Call.<i>Fr</i>.18.8, Colluth.208, cf. Apollon.<i>Lex</i>.342, Sch.<i>Il</i>.24.753, Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Varias propuestas, la más verosímil parte de [[ἀμύγδαλον]] (tb. [[ἄμικτον]]) ‘[[almendra]]’; seria ‘[[rico en almendros]]’ de donde ‘[[fértil]]’. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />obscurci par la fumée ; <i>sel. d'autres</i> sans communication, inabordable ; inhospitalier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μίγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμιχθᾰλόεις:''' όεσσα, όεν [[ὀμίχλη]] окутанный испарениями, туманный, по друг. [[ἄμικτος]] недоступный, негостеприимный (эпитет о-ва Лемнос) Hom., HH. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμιχθαλόεις''': εσσα, εν, ([[μίγνυμι]], μιχθῆναι) ἐπίθετ. τῆς Λήμνου ἐν Ἰλ. Ω. 753, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 36, [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀπρόσιτος]], [[ἄξενος]] ὡς τὸ [[ἄμικτος]] ΙΙΙ, τῆς ὁποῖας λέξεως φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] ἐκτεταμένος· ἄλλοι [[ἐσφαλμένως]] ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν ὁμιχλώδης. | |lstext='''ἀμιχθαλόεις''': εσσα, εν, ([[μίγνυμι]], μιχθῆναι) ἐπίθετ. τῆς Λήμνου ἐν Ἰλ. Ω. 753, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 36, [[ἀπροσπέλαστος]], [[ἀπρόσιτος]], [[ἄξενος]] ὡς τὸ [[ἄμικτος]] ΙΙΙ, τῆς ὁποῖας λέξεως φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[ἕτερος]] [[τύπος]] ἐκτεταμένος· ἄλλοι [[ἐσφαλμένως]] ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν ὁμιχλώδης. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εσσα: [[smoky]], [[hazy]]; | |auten=εσσα: [[smoky]], [[hazy]]; [[epithet]] of [[Lemnos]], [[which]] is a [[volcanic]] [[island]], Il. 24.753†. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ἀμιχθαλόεις:''' -εσσα, -εν ([[μίγνυμι]]), επίθ. της Λήμνου, απροσπέλαστη, αφιλόξενη, εχθρική, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀμιχθαλόεις:''' -εσσα, -εν ([[μίγνυμι]]), επίθ. της Λήμνου, απροσπέλαστη, αφιλόξενη, εχθρική, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[μίγνυμι]]<br />[[epithet]] of [[Lemnos]], [[inaccessible]], [[inhospitable]], Il. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[inhospitable]]=== | ||
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: [[onherbergzaam]]; French: [[inhospitalier]]; Galician: inhóspito; German: [[menschenfeindlich]], [[nicht einladend]], [[nicht gastfreundlich]], [[ungastlich]], [[unwirtlich]]; Greek: [[αφιλόξενος]]; Ancient Greek: [[ἀλίμενος]], [[ἄμεικτος]], [[ἄμικτος]], [[ἀμιχθαλόεις]], [[ἄξεινος]], [[ἄξενος]], [[ἀπόξενος]], [[ἀφιλόξενος]], [[δύσαυλος]], [[δύσξενος]], [[δύσχορτος]], [[ἐχθρόξενος]], [[κακόξεινος]], [[κακόξενος]], [[μισόξενος]], [[φυγόξενος]]; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: [[inhospitalis]]; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: [[inóspito]]; Russian: [[негостеприимный]]; Spanish: [[inhóspito]]; Swedish: ogästvänlig | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:54, 3 March 2024
English (LSJ)
ἀμιχθαλόεσσα, ἀμιχθαλόεν, = ἄμικτος III, inhospitable, epithet of Lemnos in Il.24.753, h.Ap.36: otherwise expl. as smoky, from the volcano Mosychlos, cf. ὁμίχλη. (Cypr. acc. to Sch. Il. l.c.)
Spanish (DGE)
(ἀμιχθᾰλόεις) -εσσα, -εν
• Prosodia: [ᾰ-]
sent. dud. neblinoso o inhóspito quizá fértil de Lemnos Il.24.753, h.Ap.36, ἀήρ Call.Fr.18.8, Colluth.208, cf. Apollon.Lex.342, Sch.Il.24.753, Hsch.
• Etimología: Varias propuestas, la más verosímil parte de ἀμύγδαλον (tb. ἄμικτον) ‘almendra’; seria ‘rico en almendros’ de donde ‘fértil’.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
obscurci par la fumée ; sel. d'autres sans communication, inabordable ; inhospitalier.
Étymologie: ἀ, μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμιχθᾰλόεις: όεσσα, όεν ὀμίχλη окутанный испарениями, туманный, по друг. ἄμικτος недоступный, негостеприимный (эпитет о-ва Лемнос) Hom., HH.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμιχθαλόεις: εσσα, εν, (μίγνυμι, μιχθῆναι) ἐπίθετ. τῆς Λήμνου ἐν Ἰλ. Ω. 753, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 36, ἀπροσπέλαστος, ἀπρόσιτος, ἄξενος ὡς τὸ ἄμικτος ΙΙΙ, τῆς ὁποῖας λέξεως φαίνεται ὅτι εἶναι ἕτερος τύπος ἐκτεταμένος· ἄλλοι ἐσφαλμένως ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν ὁμιχλώδης.
English (Autenrieth)
εσσα: smoky, hazy; epithet of Lemnos, which is a volcanic island, Il. 24.753†.
Greek Monolingual
ἀμιχθαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος
2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η σημασία καθώς και η ετυμολογική προέλευση της λ. δημιουργούν πολλά προβλήματα, τα οποία παραμένουν ακόμη άλυτα. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τ. ἀμίχθαλος «ομίχλη» και επομένως σημαίνει «τον ομιχλώδη», υποδηλώνοντας έτσι το ηφαίστειο και τα σιδηρουργεία του Ηφαίστου στη Λήμνο. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το επίθ. ἀπρόσμικτος και της αποδίδουν τη σημασία «αφιλόξενος». Σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές, εξάλλου, η λ. είναι κυπριακή και σημαίνει «ευδαίμων». Με βάση την άποψη αυτή τών σχολιαστών η λ., κατά τον Lagercrantz, ανάγεται σε αρχικό τ. ἀμικτοθαλόεσσα «η θάλλουσα χωρίς αναμίξεις, ανόθευτη, γνήσια ευτυχία». Τέλος, κατ’ άλλη, τολμηρότερη άποψη, το επίθ. συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. ἀμύγδαλον -ή και επομένως σημαίνει «τόπο γεμάτο αμύγδαλα ή αμυγδαλιές»].
Greek Monotonic
ἀμιχθαλόεις: -εσσα, -εν (μίγνυμι), επίθ. της Λήμνου, απροσπέλαστη, αφιλόξενη, εχθρική, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
μίγνυμι
epithet of Lemnos, inaccessible, inhospitable, Il.
Translations
inhospitable
Bulgarian: негостоприемен; Catalan: inhòspit; Dutch: onherbergzaam; French: inhospitalier; Galician: inhóspito; German: menschenfeindlich, nicht einladend, nicht gastfreundlich, ungastlich, unwirtlich; Greek: αφιλόξενος; Ancient Greek: ἀλίμενος, ἄμεικτος, ἄμικτος, ἀμιχθαλόεις, ἄξεινος, ἄξενος, ἀπόξενος, ἀφιλόξενος, δύσαυλος, δύσξενος, δύσχορτος, ἐχθρόξενος, κακόξεινος, κακόξενος, μισόξενος, φυγόξενος; Irish: ainfhial, danartha, dofháilteach, doicheallach, dothíosach; Latin: inhospitalis; Malagasy: tsy azo hiainana; Manx: neuoastagh, anoltagh, neuaaghtagh, neuchuirree; Norwegian Bokmål: ugjestmild; Nynorsk: ugjestmild; Old English: uncumlīþe, unġiestlīþe; Polish: niegościnny; Portuguese: inóspito; Russian: негостеприимный; Spanish: inhóspito; Swedish: ogästvänlig