Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λυκαυγής: Difference between revisions

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Philops" to "Philops")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lykavgis
|Transliteration C=lykavgis
|Beta Code=lukaugh/s
|Beta Code=lukaugh/s
|Definition=ές, (Λύκη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">at the grey-twilight</b>, <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">All.</span>7</span>; <b class="b3">τὸ λ</b>. [[early dawn]], Luc.<span class="title">VH</span>2.12, <span class="bibl">Agath.4.20</span>, etc.</span>
|Definition=λυκαυγές, ([[λύκη]]) [[of the grey-twilight]] or [[at the grey-twilight]], Heraclit.''All.''7; [[τὸ λυκαυγές]] = [[early dawn]], Luc.''VH''2.12, Agath.4.20, etc.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />crépuscule ; [[τὸ λυκαυγές]] le [[crépuscule]].<br />'''Étymologie:''' *λύκη, [[αὐγή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκαυγής''': -ές, (*[[λύκη]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[λυκόφως]] ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7· τὸ λυκαυγές, ἡ [[αὐγή]], «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ.
|lstext='''λῠκαυγής''': -ές, (*[[λύκη]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ [[λυκόφως]] ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7· τὸ λυκαυγές, ἡ [[αὐγή]], «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.<br />'''Étymologie:''' *λύκη, [[αὐγή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[λυκαυγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λυκαυγές]]<br />το [[χρονικό]] [[διάστημα]] λίγο [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, [[καθώς]] και το διάχυτο φως που υπάρχει στην [[ατμόσφαιρα]] αυτή την ώρα («οὐδ' [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] [[λαμπρά]], ἀλλὰ [[καθάπερ]] τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>μτφ.</b> το [[ξεκίνημα]] μιας περιόδου («το [[λυκαυγές]] της ζωής» — η πρώτη [[νεότητα]], η εφηβική [[ηλικία]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[σούρουπο]], το [[σουρούπωμα]], το [[λυκόφως]] («[[σκότος]] ἔχουσαν [τὴν [[νύκτα]]] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκη]] «[[χάραμα]], [[ξημέρωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i>, -<i>ές</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[αὖγος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυαν</i>-<i>αυγής</i>, <i>πυρ</i>-<i>αυγής</i>].
|mltxt=-ές (AM [[λυκαυγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λυκαυγές]]<br />το [[χρονικό]] [[διάστημα]] λίγο [[πριν]] από την [[ανατολή]] του ηλίου, [[καθώς]] και το διάχυτο φως που υπάρχει στην [[ατμόσφαιρα]] αυτή την ώρα («οὐδ' [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] [[λαμπρά]], ἀλλὰ [[καθάπερ]] τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>μτφ.</b> το [[ξεκίνημα]] μιας περιόδου («το [[λυκαυγές]] της ζωής» — η πρώτη [[νεότητα]], η εφηβική [[ηλικία]])<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[σούρουπο]], το [[σουρούπωμα]], το [[λυκόφως]] («[[σκότος]] ἔχουσαν [τὴν [[νύκτα]]] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκη]] «[[χάραμα]], [[ξημέρωμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i>, -<i>ές</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο [[αὖγος]]), [[πρβλ]]. [[κυαναυγής]], [[πυραυγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῠκ-αυγής, ές [*[[λύκη]], [[αὐγή]]<br />of or at [[twilight]]: τὸ λυκαυγές [[early]] [[dawn]], Luc.
|mdlsjtxt=λῠκ-αυγής, ές [*[[λύκη]], [[αὐγή]]<br />of or at [[twilight]]: τὸ λυκαυγές [[early]] [[dawn]], Luc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(οὐδ. τό λυκαυγές = χαραυγή). Ἀπό τό [[λύκη]] (=[[φῶς]]) + [[αὐγή]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[λύκη]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[zweitichtig]], [[dämmerhell]]</i>, Heraclid. <i>alleg.Hom</i>. 7; οὐδ' [[ἡμέρα]] [[πάνυ]] λαμπρά, ἀλλὰ [[καθάπερ]] τὸ λυκαυγὲς [[ἤδη]] πρὸς ἕω, <i>[[Morgendämmerung]]</i>, Luc. <i>V.H</i>. 2.12; <i>Philops</i>. 14; Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 4 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκαυγής Medium diacritics: λυκαυγής Low diacritics: λυκαυγής Capitals: ΛΥΚΑΥΓΗΣ
Transliteration A: lykaugḗs Transliteration B: lykaugēs Transliteration C: lykavgis Beta Code: lukaugh/s

English (LSJ)

λυκαυγές, (λύκη) of the grey-twilight or at the grey-twilight, Heraclit.All.7; τὸ λυκαυγές = early dawn, Luc.VH2.12, Agath.4.20, etc.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
crépuscule ; τὸ λυκαυγές le crépuscule.
Étymologie: *λύκη, αὐγή.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκαυγής: -ές, (*λύκη) ὁ ἀνήκων εἰς τὸ λυκόφως ἢ συμβαίνων κατ’ αὐτό, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 7· τὸ λυκαυγές, ἡ αὐγή, «χαραυγή», «τὰ χαράγματα», οὐδ’ ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 12, κτλ.

Greek Monolingual

-ές (AM λυκαυγής, -ές)
1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά
2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές
το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ' ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. μτφ. το ξεκίνημα μιας περιόδου («το λυκαυγές της ζωής» — η πρώτη νεότητα, η εφηβική ηλικία)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το σούρουπο, το σουρούπωμα, το λυκόφωςσκότος ἔχουσαν [τὴν νύκτα] ἐλαφρὸν καὶ λυκαυγὲς ἀπὸ δυσμῶν περιλαμπόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκη «χάραμα, ξημέρωμα» + -αυγής, -ές (< αὐγή ή < αμάρτυρο αὖγος), πρβλ. κυαναυγής, πυραυγής].

Greek Monotonic

λῠκαυγής: -ές (*λυκή, αὐγή), αυτός που ανήκει στο λυκόφως ή συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτού· τὸ λυκαυγές, αυγή, χάραμα, ξημέρωμα, σε Λουκ.

Middle Liddell

λῠκ-αυγής, ές [*λύκη, αὐγή
of or at twilight: τὸ λυκαυγές early dawn, Luc.

Mantoulidis Etymological

(οὐδ. τό λυκαυγές = χαραυγή). Ἀπό τό λύκη (=φῶς) + αὐγή. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη λύκη.

German (Pape)

ές, zweitichtig, dämmerhell, Heraclid. alleg.Hom. 7; οὐδ' ἡμέρα πάνυ λαμπρά, ἀλλὰ καθάπερ τὸ λυκαυγὲς ἤδη πρὸς ἕω, Morgendämmerung, Luc. V.H. 2.12; Philops. 14; Plut.