Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταδοκέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metadokeo
|Transliteration C=metadokeo
|Beta Code=metadoke/w
|Beta Code=metadoke/w
|Definition=[[change one's opinion]], used impers., <b class="b3">δείσασα μή σφι μεταδόξῃ</b> in fear lest [[they should change their mind]], <span class="bibl">Hdt.5.92</span>.δ', cf. <span class="title">IG</span>12(2).526d5 (Eresus, iv B. C.); ἐπείτε οὕτω μετέδοξε <span class="bibl">Hdt.4.98</span>; ἂν μεταδόξῃ ποτέ <span class="bibl">D.20.34</span>: c. acc. et inf., <b class="b3">μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι</b> [[you changed your mind and thought that]]... <span class="bibl">Luc.<span class="title">Apol.</span>3</span>: abs. in part., μεταδόξαν αὐτοῖς μὴ ἐκεῖσε πλεῖν <span class="bibl">D.52.20</span>, cf. <span class="bibl">D.H.8.10</span>:—Pass., <b class="b3">μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι</b> [[since I have changed my mind and resolved]] not to march, <span class="bibl">Hdt.7.13</span>.
|Definition=[[change one's opinion]], used impers., <b class="b3">δείσασα μή σφι μεταδόξῃ</b> in fear lest [[they should change their mind]], [[Herodotus|Hdt.]]5.92.δ', cf. ''IG''12(2).526d5 (Eresus, iv B. C.); ἐπείτε οὕτω μετέδοξε [[Herodotus|Hdt.]]4.98; ἂν μεταδόξῃ ποτέ D.20.34: c. acc. et inf., <b class="b3">μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι</b> [[you changed your mind and thought that]]... Luc.''Apol.''3: abs. in part., μεταδόξαν αὐτοῖς μὴ ἐκεῖσε πλεῖν D.52.20, cf. D.H.8.10:—Pass., <b class="b3">μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι</b> [[since I have changed my mind and resolved]] not to march, [[Herodotus|Hdt.]]7.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[δοκέω]]), anders meinen; im act. imperf., [[ἐπεί]] τε οὕτω μετέδοξε [[ἐμοί]], da es mir so anders beliebt, ich meine Meinung geändert habe, Her. 4, 98; δείσασα, μή σφι μεταδόξῃ, 5, 92, 4; so auch perf. pass., ὡς ὦν μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, da ich meine Ansicht dahin geändert habe, nicht zu Felde zu ziehen, 7, 13; μηδ' ἂν μεταδόξῃ ποτὲ ψηφισαμένους ἐξεῖναι δοῦναι, Dem. 20, 34; Sp., wie Luc. pro merced. cond. 3, μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι; absol., Plut. Crass. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[δοκέω]]), anders meinen; im act. imperf., [[ἐπεί]] τε οὕτω μετέδοξε [[ἐμοί]], da es mir so anders beliebt, ich meine Meinung geändert habe, Her. 4, 98; δείσασα, μή σφι μεταδόξῃ, 5, 92, 4; so auch perf. pass., ὡς ὦν μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, da ich meine Ansicht dahin geändert habe, nicht zu Felde zu ziehen, 7, 13; μηδ' ἂν μεταδόξῃ ποτὲ ψηφισαμένους ἐξεῖναι δοῦναι, Dem. 20, 34; Sp., wie Luc. pro merced. cond. 3, μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι; absol., Plut. Crass. 23.
}}
{{bailly
|btext=[[μεταδοκῶ]] :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d'avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j'ai renoncé à l'expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t'es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδοκέω:''' (только 3 л. в знач. impers.) менять свое мнение, передумывать ([[ἐπεί]] τε [[οὕτω]] μετέδοξε Her.): μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Her. я раздумал воевать; μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω εἶναι Luc. ты передумал, решив, что так лучше.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδοκέω''': μέλλ. -δόξω, [[μεταβάλλω]] γνώμην· ― τὸ πλεῖστον ἀπροσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, φοβηθεῖσα [[μήπως]] [[ἤθελον]] μεταβάλει γνώμην, Ἡρόδ. 5. 92, 4· ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ὁ αὐτ. 4. 98· ἂν μεταδόξῃ ποτὲ Δημ. 467. 21· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], μετέβαλες γνώμην καὶ ἐνόμισας ὅτι..., Λουκ. Ἀπολογ. (π. τῶν Μισθ. Συνόντ.) 3· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., μεταδόξαν αὐτῷ μὴ [[ἐκεῖσε]] [[πλεῖν]] Δημ. 1241· ἐν τέλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 7. 13. Πρβλ. [[μεταβουλεύω]].
|lstext='''μεταδοκέω''': μέλλ. -δόξω, [[μεταβάλλω]] γνώμην· ― τὸ πλεῖστον ἀπροσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, φοβηθεῖσα [[μήπως]] [[ἤθελον]] μεταβάλει γνώμην, Ἡρόδ. 5. 92, 4· ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ὁ αὐτ. 4. 98· ἂν μεταδόξῃ ποτὲ Δημ. 467. 21· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], μετέβαλες γνώμην καὶ ἐνόμισας ὅτι..., Λουκ. Ἀπολογ. (π. τῶν Μισθ. Συνόντ.) 3· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., μεταδόξαν αὐτῷ μὴ [[ἐκεῖσε]] [[πλεῖν]] Δημ. 1241· ἐν τέλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 7. 13. Πρβλ. [[μεταβουλεύω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d'avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j’ai renoncé à l'expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t’es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]], Παθ. παρακ. -[[δέδογμαι]]· [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[κυρίως]] απρόσ., δείσασα μή [[σφι]] μεταδόξῃ, [[καθώς]] φοβόταν ότι θα άλλαζαν τη [[γνώμη]] τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], άλλαξες τη [[γνώμη]] [[σου]] και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε Λουκ.· μτχ. <i>μεταδόξαν</i>, όταν άλλαξαν τη [[γνώμη]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι</i>, αφ' ότου έχω αλλάξει τη [[γνώμη]] μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μεταδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]], Παθ. παρακ. -[[δέδογμαι]]· [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[κυρίως]] απρόσ., δείσασα μή [[σφι]] μεταδόξῃ, [[καθώς]] φοβόταν ότι θα άλλαζαν τη [[γνώμη]] τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], άλλαξες τη [[γνώμη]] [[σου]] και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε Λουκ.· μτχ. <i>μεταδόξαν</i>, όταν άλλαξαν τη [[γνώμη]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι</i>, αφ' ότου έχω αλλάξει τη [[γνώμη]] μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδοκέω:''' (только 3 л. в знач. impers.) менять свое мнение, передумывать ([[ἐπεί]] τε [[οὕτω]] μετέδοξε Her.): μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Her. я раздумал воевать; μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω εἶναι Luc. ты передумал, решив, что так лучше.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[δόξω]] perf. [[pass]]. -[[δέδογμαι]]<br />to [[change]] one's [[opinion]]:—[[mostly]] impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in [[fear]] [[lest]] they should [[change]] [[their]] [[mind]], Hdt.; c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] you changed [[your]] [[mind]] and [[thought]] that [[this]] was [[better]], Luc.:—[[part]]., μεταδόξαν [[when]] they changed [[their]] [[mind]], Dem.; and in Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι [[since]] I [[have]] changed my [[mind]] and resolved not to [[march]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. -[[δόξω]] perf. [[pass]]. -[[δέδογμαι]]<br />to [[change]] one's [[opinion]]:—[[mostly]] impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in [[fear]] [[lest]] they should [[change]] [[their]] [[mind]], Hdt.; c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] you changed [[your]] [[mind]] and [[thought]] that [[this]] was [[better]], Luc.:—[[part]]., μεταδόξαν [[when]] they changed [[their]] [[mind]], Dem.; and in Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι [[since]] I [[have]] changed my [[mind]] and resolved not to [[march]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδοκέω Medium diacritics: μεταδοκέω Low diacritics: μεταδοκέω Capitals: ΜΕΤΑΔΟΚΕΩ
Transliteration A: metadokéō Transliteration B: metadokeō Transliteration C: metadokeo Beta Code: metadoke/w

English (LSJ)

change one's opinion, used impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in fear lest they should change their mind, Hdt.5.92.δ', cf. IG12(2).526d5 (Eresus, iv B. C.); ἐπείτε οὕτω μετέδοξε Hdt.4.98; ἂν μεταδόξῃ ποτέ D.20.34: c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι you changed your mind and thought that... Luc.Apol.3: abs. in part., μεταδόξαν αὐτοῖς μὴ ἐκεῖσε πλεῖν D.52.20, cf. D.H.8.10:—Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι since I have changed my mind and resolved not to march, Hdt.7.13.

German (Pape)

[Seite 146] (s. δοκέω), anders meinen; im act. imperf., ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ἐμοί, da es mir so anders beliebt, ich meine Meinung geändert habe, Her. 4, 98; δείσασα, μή σφι μεταδόξῃ, 5, 92, 4; so auch perf. pass., ὡς ὦν μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, da ich meine Ansicht dahin geändert habe, nicht zu Felde zu ziehen, 7, 13; μηδ' ἂν μεταδόξῃ ποτὲ ψηφισαμένους ἐξεῖναι δοῦναι, Dem. 20, 34; Sp., wie Luc. pro merced. cond. 3, μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι; absol., Plut. Crass. 23.

French (Bailly abrégé)

μεταδοκῶ :
f. μεταδόξω, ao. μετέδοξα, etc.
changer d'avis, seul. impers. : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j'ai renoncé à l'expédition décidée ; μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι LUC tu t'es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.
Étymologie: μετά, δοκέω.

Russian (Dvoretsky)

μεταδοκέω: (только 3 л. в знач. impers.) менять свое мнение, передумывать (ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε Her.): μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Her. я раздумал воевать; μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι Luc. ты передумал, решив, что так лучше.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδοκέω: μέλλ. -δόξω, μεταβάλλω γνώμην· ― τὸ πλεῖστον ἀπροσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, φοβηθεῖσα μήπως ἤθελον μεταβάλει γνώμην, Ἡρόδ. 5. 92, 4· ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ὁ αὐτ. 4. 98· ἂν μεταδόξῃ ποτὲ Δημ. 467. 21· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι, μετέβαλες γνώμην καὶ ἐνόμισας ὅτι..., Λουκ. Ἀπολογ. (π. τῶν Μισθ. Συνόντ.) 3· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., μεταδόξαν αὐτῷ μὴ ἐκεῖσε πλεῖν Δημ. 1241· ἐν τέλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 7. 13. Πρβλ. μεταβουλεύω.

Greek Monotonic

μεταδοκέω: μέλ. -δόξω, Παθ. παρακ. -δέδογμαι· αλλάζω τη γνώμη μου, κυρίως απρόσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, καθώς φοβόταν ότι θα άλλαζαν τη γνώμη τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι, άλλαξες τη γνώμη σου και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε Λουκ.· μτχ. μεταδόξαν, όταν άλλαξαν τη γνώμη τους, σε Δημ.· και στην Παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, αφ' ότου έχω αλλάξει τη γνώμη μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. -δόξω perf. pass. -δέδογμαι
to change one's opinion:—mostly impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in fear lest they should change their mind, Hdt.; c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι you changed your mind and thought that this was better, Luc.:—part., μεταδόξαν when they changed their mind, Dem.; and in Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι since I have changed my mind and resolved not to march, Hdt.