ῥαθυμία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 9: Line 9:
|Beta Code=r(aqumi/a
|Beta Code=r(aqumi/a
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[easiness of temper]], [[taking things easily]], Th.2.39.<br><span class="bld">2</span> [[recreation]], [[relaxation]], [[amusement]], E. ''Cyc.''203, Ael.''VH''9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. ''Rh.''1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.<br><span class="bld">II</span> mostly in bad sense, [[indifference]], [[sluggishness]], [[laziness]], Lys.10.11, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.5.5, al., cf. D.9.5; <b class="b3">ἐκτήσαντο ῥ.</b> get [[a name for laziness]], E.''Med.''218.<br><span class="bld">2</span> [[heedlessness]], [[rashness]], τοῦ λόγου [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 99b. [Written <b class="b3">ῥαθ-</b> correctly in Phld.''Rh.''2.31 S., ''Ir.''p.60 W., ''Hom.''p.28 O., ''IG''5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. [[ῥᾳθυμίη]] is dub. in Hp.''Acut.''47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in [[Herodotus|Hdt.]] or other Ionic texts.]
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[easiness of temper]], [[taking things easily]], Th.2.39.<br><span class="bld">2</span> [[recreation]], [[relaxation]], [[amusement]], E. ''Cyc.''203, Ael.''VH''9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. ''Rh.''1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.<br><span class="bld">II</span> mostly in bad sense, [[indifference]], [[sluggishness]], [[laziness]], Lys.10.11, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.5.5, al., cf. D.9.5; <b class="b3">ἐκτήσαντο ῥ.</b> get [[a name for laziness]], E.''Med.''218.<br><span class="bld">2</span> [[heedlessness]], [[rashness]], τοῦ λόγου [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 99b. [Written <b class="b3">ῥαθ-</b> correctly in Phld.''Rh.''2.31 S., ''Ir.''p.60 W., ''Hom.''p.28 O., ''IG''5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. [[ῥᾳθυμίη]] is dub. in Hp.''Acut.''47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in [[Herodotus|Hdt.]] or other Ionic texts.]
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0832.png Seite 832]] ἡ, [[Leichtsinn]], [[Nachlässigkeit]], [[Sorglosigkeit]]; Eur. Med. 218 Cycl. 202; πολλὴ λόγου ῥᾳθ., Plat. Phaed. 99 b; ἐκ ῥᾳθυμίας, Legg. VI, 779 a; auch Vergnügungssucht, Zerstreuung; Thuc. setzt [[ῥᾳθυμία]] [[μᾶλλον]] ἢ πόνων [[μελέτη]] gegenüber, 2, 39; καὶ [[τρυφή]], καὶ [[ἀργία]], Plat. Legg. X, 901 ce; Xen. Mem. 3, 5, 5; ὑπὸ ῥᾳθυμίας καὶ μαλακίας, Lys. 10, 11; ὁ πλοῦτος ἐξουσίαν παρασκευάζει τῇ ῥᾳθυμίᾳ, Isocr. 1, 6; κατὰ τὰς ἀναπαύσεις καὶ ῥᾳθυμίας ἐν τῷ ζῆν, Pol. 10, 19, 5; Luc. Hermot. 4 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> facilité d'humeur, disposition à prendre les choses facilement ; <i>en mauv. part</i> insouciance, indifférence;<br /><b>2</b> [[récréation]], [[distraction]], [[amusement]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴθυμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾳθῡμία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[беспечность]], [[беззаботность]], [[нерадивость]], [[равнодушие]], Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;<br /><b class="num">2</b> [[отдохновение]], [[развлечение]], [[увеселение]], Eur., Arst., Polyb.
}}
{{ls
|lstext='''ῥᾳθῡμία''': ἡ, τὸ [[ἀνειμένως]] διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) [[εὐθυμία]], [[διασκέδασις]], τί τάδε; τίς ἡ [[ῥᾳθυμία]]; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀδιαφορία]], ἀφροντισία, [[ὀκνηρία]], Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ [[ἀμέλεια]] Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=η / [[ῥαθυμία]], ΝΜΑ, και [[ραθυμία]] Ν, και [[ῥαθυμία]] Α [[ράθυμος]]<br />η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ράθυμου, [[απροθυμία]] για [[εργασία]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], [[αμέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κακή [[διάθεση]], [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> (στον τ. <i>ραθυμιά</i>) σφοδρή [[επιθυμία]], [[αραθυμιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[επιπολαιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευθυμία]], [[τέρψη]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> [[απερισκεψία]] («[[ῥαθυμία]]... τοῦ λόγου», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 11:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱθῡμῐ́ᾱ Medium diacritics: ῥαθυμία Low diacritics: ραθυμία Capitals: ΡΑΘΥΜΙΑ
Transliteration A: rhathymía Transliteration B: rhathymia Transliteration C: rathymia Beta Code: r(aqumi/a

English (LSJ)

ἡ,
A easiness of temper, taking things easily, Th.2.39.
2 recreation, relaxation, amusement, E. Cyc.203, Ael.VH9.9: in plural, αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ αἱ ἀμέλειαι Arist. Rh.1370a14, cf. Isoc.9.42, 45, Plb.10.19.5.
II mostly in bad sense, indifference, sluggishness, laziness, Lys.10.11, X.Mem.3.5.5, al., cf. D.9.5; ἐκτήσαντο ῥ. get a name for laziness, E.Med.218.
2 heedlessness, rashness, τοῦ λόγου Pl.Phd. 99b. [Written ῥαθ- correctly in Phld.Rh.2.31 S., Ir.p.60 W., Hom.p.28 O., IG5(1).1208.33 (Gythium, i A.D.); Ion. ῥᾳθυμίη is dub. in Hp.Acut.47 (cf. i p. lxxviii K.); this group of words is not found in Hdt. or other Ionic texts.]

German (Pape)

[Seite 832] ἡ, Leichtsinn, Nachlässigkeit, Sorglosigkeit; Eur. Med. 218 Cycl. 202; πολλὴ λόγου ῥᾳθ., Plat. Phaed. 99 b; ἐκ ῥᾳθυμίας, Legg. VI, 779 a; auch Vergnügungssucht, Zerstreuung; Thuc. setzt ῥᾳθυμία μᾶλλον ἢ πόνων μελέτη gegenüber, 2, 39; καὶ τρυφή, καὶ ἀργία, Plat. Legg. X, 901 ce; Xen. Mem. 3, 5, 5; ὑπὸ ῥᾳθυμίας καὶ μαλακίας, Lys. 10, 11; ὁ πλοῦτος ἐξουσίαν παρασκευάζει τῇ ῥᾳθυμίᾳ, Isocr. 1, 6; κατὰ τὰς ἀναπαύσεις καὶ ῥᾳθυμίας ἐν τῷ ζῆν, Pol. 10, 19, 5; Luc. Hermot. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 facilité d'humeur, disposition à prendre les choses facilement ; en mauv. part insouciance, indifférence;
2 récréation, distraction, amusement.
Étymologie: ῥᾴθυμος.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾳθῡμία:
1 беспечность, беззаботность, нерадивость, равнодушие, Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно;
2 отдохновение, развлечение, увеселение, Eur., Arst., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾳθῡμία: ἡ, τὸ ἀνειμένως διαιτᾶσθαι, Θουκ. 2. 39. 2) εὐθυμία, διασκέδασις, τί τάδε; τίς ἡ ῥᾳθυμία; τί βακχιάζετ’; Εὐρ. Κύκλ. 203· ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥ. καὶ αἱ ἀπονίαι καὶ ἀμέλειαι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 19, 5. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀδιαφορία, ἀφροντισία, ὀκνηρία, Λυσ. 117, 10, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 5, κ. ἀλλ.· ῥ. καὶ ἀμέλεια Δημ. 112. 4· ῥ. κτήσασθαι, κτήσασθαι φήμην ἐπὶ ὀκνηρίᾳ, Εὐρ. Μήδ. 218. 2) ἀπερισκεψία, τὸ ἀλόγιστον, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδων 99Β.

Greek Monolingual

η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψίαῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).