παράρρυμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
(3b)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pararryma
|Transliteration C=pararryma
|Beta Code=para/rruma
|Beta Code=para/rruma
|Definition=or παράρῡμα, ατος, τό, (<b class="b3">ἐρύω</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything drawn along</b> or <b class="b2">over something</b> : </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> <b class="b2">leathern</b> or <b class="b2">hair curtain, stretched along</b> the sides of ships to protect the men, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>1.6.19</span>, <span class="title">IG</span>22.1629.451, 1668.86, al., Moschioap.<span class="bibl">Ath.5.208c</span> (Casaubon for <b class="b3">παρατρήματα</b>), <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span> 35.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ποδός</b> <b class="b2">covering</b> for the foot, <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>527</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> pl., of <b class="b2">fasteners</b> for bandages, Gal.18(2).748 (nisi leg. <b class="b3">παραρραμμάτων</b>).</span>
|Definition=or [[παράρυμα]], ατος, τό, ([[ἐρύω]] A)<br><span class="bld">A</span> [[anything drawn along]] or [[over something]]:<br><span class="bld">1</span> [[leather]] or [[hair curtain]], [[stretched along]] the sides of ships to protect the men, X.''HG''1.6.19, ''IG''22.1629.451, 1668.86, al., Moschioap.Ath.5.208c (Casaubon for [[παρατρήματα]]), [[LXX]] ''Ex.'' 35.11.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ποδός</b> [[covering]] for the foot, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''527.<br><span class="bld">3</span> pl., of [[fasteners]] for bandages, Gal.18(2).748 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[παραρραμμάτων]]).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[toile qu'on étend pendant le combat devant les rameurs pour les protéger]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥύομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρά-ρρυμα en παράρυμα -ατος, τό &#91;[[παρά]], [[ἐρύω]]] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], τό, <i>Alles, was man [[daneben]] od. an der [[Seite]] bes. zum Schutze vorzieht</i>, bes. <i>[[Decken]] von [[Leder]] od. [[Haaren]], [[welche]] an den [[Seiten]] des Schiffes zum Schutze gegen feindliche [[Angriffe]] [[aufgehängt]] wurden</i>, Xen. <i>Hell</i>. 1.6.19; vgl. <i>Att. Seew</i>. p. 159 und [[öfter]], wo [[sowohl]] [[λευκά]] als τρίχινα [[erwähnt]] [[werden]]. Vgl. noch Moschion bei Ath. V.208c, wo die vulg. παρατρήματα keinen Sinn gibt. Vgl. παραβλήματα und [[παράρρυσις]]; – [[παράρρυμα]] ποδός, Soph. frg. 475 bei Hesych., [[entweder]] = [[ὑπόδημα]], od. <i>ein herunterhangender [[Teil]] des Kleides</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''παράρρῡμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[боковой корабельный щит]] (кожаный или волосяной, для защиты от неприятельских стрел) Xen.;<br /><b class="num">2</b> предполож. [[обувь или нижняя часть одежды]] (закрывающая ноги) Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράρρῡμα''': τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον [[παρά]] τι καὶ χρησιμεῦον ὡς [[παράφραγμα]]: 1) [[παραπέτασμα]] δερμάτινον ἢ τρίχινον, ἐκτεινόμενον παρὰ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων [[χάριν]] προφυλάξεως τῶν ἀνδρῶν (πρβλ. ῥίψ), ὡς τὸ Λατ. cilicia, storeae, plutei, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 19, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C (κατὰ τὸν Κασαυβ. ἀντὶ παρατρήματα), Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 11) (Κῶδ. Βατ.)· καλοῦνται δὲ [[ταῦτα]] καὶ παραβλήματα (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παραρρύσεις νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 715· ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) [[παράρρυμα]] ποδός, [[κάλυμμα]] τοῦ ποδός, Σοφ. Ἀποσπ. 475. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράρ(ρ)υμα· Σοφοκλῆς Πολυξένῃ (Ἀποσπ. 482) παράρ(ρ)υμα ποδός, ὡς κρεμαμένων τινῶν ὑφασμάτων ἐκ τοῦ ἅρματος πρὸς [[κάλλος]]. τινὲς δὲ [[σχοινίον]] ἐν ταῖς ναυσίν. οἱ δὲ [[ὑπόδημα]]».
|lstext='''παράρρῡμα''': τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον [[παρά]] τι καὶ χρησιμεῦον ὡς [[παράφραγμα]]: 1) [[παραπέτασμα]] δερμάτινον ἢ τρίχινον, ἐκτεινόμενον παρὰ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων [[χάριν]] προφυλάξεως τῶν ἀνδρῶν (πρβλ. ῥίψ), ὡς τὸ Λατ. cilicia, storeae, plutei, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 19, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C (κατὰ τὸν Κασαυβ. ἀντὶ παρατρήματα), Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 11) (Κῶδ. Βατ.)· καλοῦνται δὲ [[ταῦτα]] καὶ παραβλήματα (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παραρρύσεις νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 715· ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) [[παράρρυμα]] ποδός, [[κάλυμμα]] τοῦ ποδός, Σοφ. Ἀποσπ. 475. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράρ(ρ)υμα· Σοφοκλῆς Πολυξένῃ (Ἀποσπ. 482) παράρ(ρ)υμα ποδός, ὡς κρεμαμένων τινῶν ὑφασμάτων ἐκ τοῦ ἅρματος πρὸς [[κάλλος]]. τινὲς δὲ [[σχοινίον]] ἐν ταῖς ναυσίν. οἱ δὲ [[ὑπόδημα]]».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />toile qu’on étend pendant le combat devant les rameurs pour les protéger.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ῥύομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 31:
|lsmtext='''παράρρῡμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε εξαπλώνεται στα πλάγια· δερμάτινο ή μάλλινο [[παραπέτασμα]] που απλώνεται στα [[πλευρά]] των πλοίων για να προστατεύει τους άνδρες, σε Ξεν.
|lsmtext='''παράρρῡμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε εξαπλώνεται στα πλάγια· δερμάτινο ή μάλλινο [[παραπέτασμα]] που απλώνεται στα [[πλευρά]] των πλοίων για να προστατεύει τους άνδρες, σε Ξεν.
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=παρά-ρρυμα en παράρυμα -ατος, τό [παρά, ἐρύω] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).
|mdlsjtxt=παράρ-ρῡμα, ατος, τό,<br />[[anything]] [[drawn]] [[along]] the [[side]]: a [[leather]] or [[hair]] curtain, stretched [[along]] the sides of ships to [[protect]] the men, Xen.
}}
{{elru
|elrutext='''παράρρῡμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> боковой корабельный щит (кожаный или волосяной, для защиты от неприятельских стрел) Xen.;<br /><b class="num">2)</b> предполож. обувь или нижняя часть одежды (закрывающая ноги) Soph.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρρῡμα Medium diacritics: παράρρυμα Low diacritics: παράρρυμα Capitals: ΠΑΡΑΡΡΥΜΑ
Transliteration A: parárryma Transliteration B: pararryma Transliteration C: pararryma Beta Code: para/rruma

English (LSJ)

or παράρυμα, ατος, τό, (ἐρύω A)
A anything drawn along or over something:
1 leather or hair curtain, stretched along the sides of ships to protect the men, X.HG1.6.19, IG22.1629.451, 1668.86, al., Moschioap.Ath.5.208c (Casaubon for παρατρήματα), LXX Ex. 35.11.
2 π. ποδός covering for the foot, S.Fr.527.
3 pl., of fasteners for bandages, Gal.18(2).748 (nisi leg. παραρραμμάτων).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
toile qu'on étend pendant le combat devant les rameurs pour les protéger.
Étymologie: παρά, ῥύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρά-ρρυμα en παράρυμα -ατος, τό [παρά, ἐρύω] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).

German (Pape)

[ῡ], τό, Alles, was man daneben od. an der Seite bes. zum Schutze vorzieht, bes. Decken von Leder od. Haaren, welche an den Seiten des Schiffes zum Schutze gegen feindliche Angriffe aufgehängt wurden, Xen. Hell. 1.6.19; vgl. Att. Seew. p. 159 und öfter, wo sowohl λευκά als τρίχινα erwähnt werden. Vgl. noch Moschion bei Ath. V.208c, wo die vulg. παρατρήματα keinen Sinn gibt. Vgl. παραβλήματα und παράρρυσις; – παράρρυμα ποδός, Soph. frg. 475 bei Hesych., entwederὑπόδημα, od. ein herunterhangender Teil des Kleides.

Russian (Dvoretsky)

παράρρῡμα: ατος τό
1 боковой корабельный щит (кожаный или волосяной, для защиты от неприятельских стрел) Xen.;
2 предполож. обувь или нижняя часть одежды (закрывающая ноги) Soph.

Greek (Liddell-Scott)

παράρρῡμα: τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον παρά τι καὶ χρησιμεῦον ὡς παράφραγμα: 1) παραπέτασμα δερμάτινον ἢ τρίχινον, ἐκτεινόμενον παρὰ τὰ πλευρὰ τῶν πλοίων χάριν προφυλάξεως τῶν ἀνδρῶν (πρβλ. ῥίψ), ὡς τὸ Λατ. cilicia, storeae, plutei, Ξενοφ. Ἑλλ. 1. 6, 19, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208C (κατὰ τὸν Κασαυβ. ἀντὶ παρατρήματα), Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 11) (Κῶδ. Βατ.)· καλοῦνται δὲ ταῦτα καὶ παραβλήματα (ἴδε τὴν λέξ.), καὶ παραρρύσεις νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 715· ὅρα Λεξ. Ἀρχαιοτ. 2) παράρρυμα ποδός, κάλυμμα τοῦ ποδός, Σοφ. Ἀποσπ. 475. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράρ(ρ)υμα· Σοφοκλῆς Πολυξένῃ (Ἀποσπ. 482) παράρ(ρ)υμα ποδός, ὡς κρεμαμένων τινῶν ὑφασμάτων ἐκ τοῦ ἅρματος πρὸς κάλλος. τινὲς δὲ σχοινίον ἐν ταῖς ναυσίν. οἱ δὲ ὑπόδημα».

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. κατάβλημα, κν. μουσαμάς της μπάντας
αρχ.
1. καθετί που απλώνεται κατά μήκος ή πάνω από κάτι ως παραπέτασμα για την προστασία του
2. παραπέτασμα από δέρμα ή από κετσέ που απλωνόταν κατά μήκος τών πλευρών τών πλοίων για προστασία τών ανδρών
3. το δέσιμο τών επιδέσμων
4. φρ. «παράρρυμα ποδός» — κάλυμμα του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ῥῦμα (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»)].

Greek Monotonic

παράρρῡμα: -ατος, τό, οτιδήποτε εξαπλώνεται στα πλάγια· δερμάτινο ή μάλλινο παραπέτασμα που απλώνεται στα πλευρά των πλοίων για να προστατεύει τους άνδρες, σε Ξεν.

Middle Liddell

παράρ-ρῡμα, ατος, τό,
anything drawn along the side: a leather or hair curtain, stretched along the sides of ships to protect the men, Xen.